Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και η έκταση της Γενοκτονίας 1910-1922

Τὸ σπίτι ποὺ μεγάλωσα, κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειό ᾿ναι, καὶ μὲ προσκαλεῖ, ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο, καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα!

(Κωστῆς Παλαμᾶς)


Ως και οι πέτρες της Ιωνίας γης αντηχούν την πανάρχαια ελληνικότητα και κλαίνε γοερά για την μεγάλη γενοκτονία...

Παραθέτω ακολούθως στοιχεία για την πληθυσμιακή εξάπλωση του Γένους των Ελλήνων (από τον Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη, που λέγει και η λαϊκή μούσα), προ της Καταστροφής, καθώς και για το μέγεθος της γενοκτονίας που έλαβε χώρα, κατά το προμελετημένο σχέδιο των Νεοτούρκων, κατά τα έτη 1910-1922.

«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, 1977· τ. ΙΔ' (1881-1913), «Η ζωή και η δράση των υπόδουλων Ελλήνων - Μικρά Ασία»

Σελ. 370:

[...] Δίνοντας κάπως πιο συγκεκριμένη μορφή σ' αυτή τη γενική παρατήρηση ο Κ. Dieterich, μιλώντας το 1915 και αυτός για τη διείσδυση του ελληνικού στοιχείου στις κοιλάδες της δυτικής Μικράς Ασίας, σημειώνει πως οι πόλεις με το πολυπληθέστερο ελληνικό στοιχείο τόσο στο βιλαέτι του Αϊδινίου, όσο και του Χουδαβεντικιάρ ήταν αυτές που βρίσκονταν πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές. Η Μαγνησία π.χ. είχε 11.000 Έλληνες σε συνολικό πληθυσμό 35.000. Στον Κασσαμπά η αναλογία ήταν 6.000 προς 23.000, στο Αλασεχίρ (Φιλαδέλφεια) 4.500 προς 22.000 και στο Αϊδίνι 8.500 προς 35.000.

Όλη αυτή η οικονομική ζώνη είχε ως επίκεντρο τη Σμύρνη, μια πόλη όπου το ελληνικό στοιχείο είχε αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές του 19ου αι. Το 1803 η Σμύρνη αριθμούσε 100.000 κατοίκους από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν Έλληνες. Το 1850 από τους 125.000 κατοίκους Έλληνες ήταν οι 60.000. Το 1910 η αναλογία ήταν 225.000 προς 100.000. Αντίθετα, ο τουρκικός πληθυσμός έπεσε μέσα στα εκατό αυτά χρόνια από 75.000 σε 60.000 ή 50.000. Για ολόκληρο το σαντζάκι της Σμύρνης η στατιστική του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1912 δίνει τους ακόλουθους αριθμούς: Τούρκοι 219.494, Έλληνες 449.044, Αρμένιοι 11.395, Βούλγαροι 415, Εβραίοι 18.130, ξένοι υπήκοοι 55.568· σύνολο 754.046. [...]

Σελ. 372:

Η συνολική αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, διότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες στατιστικές. Ωστόσο η επίσημη οθωμανική στατιστική του 1910 και η στατιστική του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1912 δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές και επιτρέπουν να σχηματίσουμε κάποια εικόνα :


ΣΥΝΟΛΟ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ (δεν περιλαμβάνεται η Κων/πολη)
Επίσημη οθωμανική στατιστική 1910
Στατιστική πατριαρχείου Κων/πόλεως 1912
Τούρκοι [σ.σ. ορθότερα, μουσουλμάνοι]
8.192.589 75,7% 7.048.662 72,7%
Έλληνες 1.777.146 16,4% 1.782.582 18,4%
Αρμένιοι 594.539 5,5% 608.707 6,3%
Εβραίοι 39.370 0,4% 37.523 0,4%
Λοιποί 219.451 2,0% 218.102 2,2%
Σύνολο 10.823.095 100,0% 9.695.576 100,0%
[Σ.σ. Και με αυτά τα πληθυσμιακά δεδομένα (κατά τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις, η Ελλάς διεκδικούσε μόνον το 5% του μικρασιατικού εδάφους (περιοχή Σμύρνης)! (Οι Τουρκοκύπριοι, με το 18% του πληθυσμού στην Κύπρο, επήραν το 40% του εδάφους.) Και τολμούν σήμερα μερικοί αλήτες μισέλληνες ψευδολόγοι (Νακρατζάς, Τριαρίδης, Γαβριηλίδης κ.ά. προδότες) να ομιλούν θρασύτατα για αδικία εις βάρος των τούρκων! Έσσεται ήμαρ, άθλιοι!]


«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, 1977· τ. ΙΕ' (1913-1941), «Η καταστροφή της Σμύρνης και το ξερίζωμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού - Η έκταση της καταστροφής»

Σελ. 246-247:

Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Στα 1912, σύμφωνα με τη στατιστική του πατριαρχείου, υπήρχαν στη Μικρά Ασία 1.782.582 Έλληνες.

Στην περίοδο των διώξεων, ιδίως κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, μετατοπίστηκαν ελληνικοί πληθυσμοί προς το εσωτερικό. Ο Γ. Σκαλιέρης (1922) γράφει ότι ο αριθμός των Ελλήνων της Μ. Ασίας ανερχόταν σε 2.568.351. Ό Macartney ανεβάζει το ελληνικό στοιχείο σε 2.000.000 περίπου άτομα· ο Puaux αναφέρει 1.715.000, ενώ ο sir E. Pears τους υπολογίζει γύρω στις 1.600.000 ψυχές·τέλος, ο R. Blanchard θεωρεί ότι περίπου 1.500.000 Έλληνες υπήρχαν στη δυτική Μικρά Ασία, δηλαδή από την περιοχή της Προύσας ως την περιοχή απέναντι από τη Ρόδο.

Η περιοχή της Σμύρνης ξεχώριζε ως προς την αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου. Εκεί, όπως αναφέρει ο Δ. Πεντζόπουλος στο βιβλίο του «The Balkan exchange of Minorities and the Impact upon Greece», υπήρχαν περίπου 550.000 Έλληνες και 299.000 Τούρκοι, χωρίς να υπολογισθούν και 92.000 ακόμη κάτοικοι άλλων μειονοτήτων. Άλλη πληροφορία του J. Ancel στο βιβλίο του «Peuples et Nations des Balkans» (Paris 1926) αναφέρει ότι οι Έλληνες στην περιφέρεια της Σμύρνης ήταν ακόμα περισσότεροι, δηλαδή παραπάνω από 600.000. Έτσι, το ελληνικό στοιχείο στη Σμύρνη αποτελούσε το 60 % του συνολικού πληθυσμού. Μέσα στην ίδια την πόλη της Σμύρνης οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι Έλληνες ξεπερνούσαν τις 160.000 ή ακόμη και τις 200.000. Κατά τον Ι. Καψή υπήρχαν 165.000 Έλληνες και 80.000 Τούρκοι. Ο συνολικός πάντως πληθυσμός της πόλεως ξεπερνούσε τις 300.000. Ο Λ. Οικονόμος, υπολογίζει σε 400.000 τους κατοίκους της πόλεως. Η δυτική Μικρά Ασία μόνο, δηλαδή τα βιλαέτια Αϊδινίου, Προύσας και το σαντζάκι Βίγας είχαν ελληνικό πληθυσμό γύρω στο 1.000.000.

Στα βιλαέτια Αδάνων και Άγκυρας, όπου δεν είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός, υπήρχαν λιγότεροι από 150.000 Έλληνες, σύμφωνα με τη στατιστική του πατριαρχείου στα 1912. [Σ.σ. Ακόμη και στην Άγκυρα, Έλληνες!]

Σε πόσες χιλιάδες ανέρχονται τα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί με ακρίβεια. Κατά τον Πεντζόπουλο μόνο στη Σμύρνη έχασαν τη ζωή τους τις μέρες της πυρκαγιάς γύρω στα 12.000 άτομα, ενώ οι υλικές ζημιές ξεπερνούσαν τα 200.000.000 δολλάρια (ή πάνω από 40.000.000 λίρες Αγγλίας). Οι υλικές όμως ζημιές είχαν δευτερεύουσα σημασία σε σύγκριση με τις ανθρώπινες απώλειες. Ο Ι. Καψής ανεβάζει υπερβολικά τον αριθμό σε 1.000.000 θύματα. Ο Κ. Μισαηλίδης τα υπολογίζει σε 400.000, ενώ ο Σπ. Μαρκεζίνης σε 300.000. Ο Α. Α. Πάλλης γράφει ότι: «για τον αριθμό των ατόμων που χάθηκαν στα ενδότερα της Μικράς Ασίας και του Πόντου κατά την τραγική αυτή περίοδο δεν υπάρχουν, φυσικά, ακριβείς στατιστικές, αλλ' ο αριθμός μπορεί να υπολογιστεί σε τουλάχιστο 640.000». Ο Κ. Τριανταφύλλου αναφέρει ότι στην Κιλικία, την Καππαδοκία και τον Πόντο τα θύματα του 1922 ανέρχονταν σε 100.000, αριθμό βέβαια κατά προσέγγιση, και όχι εξακριβωμένο. Από τις τρεις αυτές περιοχές κυρίως ο Πόντος είχε υποφέρει.

Ως τις 29 Αυγούστου 1922 είχαν συγκεντρωθεί, όπως αναφέρει ο Λ. Οικονόμος, στα λιμάνια της δυτικής Μικράς Ασίας, στη Σμύρνη, στις Κυδωνιές, στα Μουδανιά, στο Γκεμλίκ, στο Δικελί, περίπου 500.000 πρόσφυγες. Σε 100.000 θεωρείται ότι ανερχόταν ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων στα Μουδανιά και το Γκεμλίκ. Ήδη είχαν εκπατρισθεί από τη Νικομήδεια μετά την αποχώρηση του αγγλικού και ελληνικού στρατού περίπου 35.000 Έλληνες, όπως γράφει ο Τριανταφύλλου, και άλλοι τόσοι σχεδόν από την Κιλικία μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι περισσότεροι από 1.000.000 διώχτηκαν προς τις ακτές.

Το Σεπτέμβριο του 1922 πολλά πλοία μετέφεραν πρόσφυγες, κυρίως γυναικόπαιδα, στον Πειραιά, στα νησιά και αλλού, ιδίως μετά τη διαταγή του Νουρεντίν. Ο Α. Οικονόμος γράφει ότι στις 6 Σεπτεμβρίου ήδη 20.000 πρόσφυγες μεταφέρθηκαν από τη Σμύρνη στα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ περίμεναν άλλες 100.000. Ήδη ως τις 11 Σεπτεμβρίου 100.000 χριστιανοί πρόσφυγες είχαν βρει καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη, στον Πειραιά και στα νησιά. Ο Χρ. Σολομωνίδης αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον ανταποκριτή της «Tribune» του Σικάγου, τα γυναικόπαιδα και οι γέροι πού κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Σμύρνη και σώθηκαν ανήλθαν σε περισσότερες από 250.000. Ο Λ. Οικονόμος αναφέρει ότι ως το τέλος Σεπτεμβρίου είχαν μεταφερθεί στα νησιά, στη Θράκη και γενικά στην ηπειρωτική Ελλάδα 750.000 πρόσφυγες, αριθμό που αναφέρει και ο Πεντζόπουλος. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη είχαν μεταφερθεί περισσότεροι από 100.000, στη Θράκη και τα νησιά περίπου 120.000, στη Μυτιλήνη 130.000, στη Χίο 60.000, στη Σάμο 15.000, στον Πειραιά 50.000, στην Κρήτη 27.500. Στις 10 Οκτωβρίου, περίπου 20.000 ορφανά Ελλήνων και Αρμενίων παρέμεναν ακόμα στην Τουρκία, περιμένοντας τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Μετά τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών, καθώς γράφει ο Μ. Ροδάς, «ο αριθμός των ανταλλαξίμων κατά μέσον όρον ανήλθεν σε 180.000 άτομα».

Συνήθως ο συνολικός αριθμός των προσφύγων στρογγυλοποιείται σε 1.500.000, αριθμός που αντιπροσώπευε «το 1/4 του ολικού πληθυσμού της Ελλάδος», κατά τον Πεντζόπουλο. Αυτό τον αριθμό αναφέρει και ο Τριανταφύλλου. Σύμφωνα με το Μ. Ροδά «μέχρι σήμερον ακριβής στατιστική των προσφύγων δεν εγένετο, αλλά κατά τους ασφαλεστέρους υπολογισμούς, ο αριθμός των ανήλθεν εις 350.000 οικογενείας, ήτοι 1.400.850 άτομα».

Ο Μιχ. Γ. Θεοτοκάς, νομικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπίας στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης, στη μελέτη του «Περί Ανταλλαγής Πληθυσμών», αντλώντας τους αριθμούς από τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η ελληνική αντιπροσωπία στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης και από τα στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναφέρει συγκεκριμένα ότι το 1914 ο πληθυσμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ήταν 1.700.000 περίπου και της Κωνσταντινουπόλεως και της περιοχής της 400.000. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου, με τους εκτοπισμούς και τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού», εξοντώθηκαν 300.000 Έλληνες Μικρασιάτες. Συνεπώς στο τέλος του πολέμου στα 1920, το ελληνικό στοιχείο της οθωμανικής αυτοκρατορίας έφτανε το 1.800.000. Οι Κεμαλικοί εξολόθρευσαν γύρω στις 100.000. Στο 1921 διώχτηκαν από την Κιλικία και τη Νικομήδεια στην Ελλάδα περίπου 70.000 και από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβριο του 1922 από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη περίπου 900.000. Με αυτά τα δεδομένα, όταν άρχισε ή Συνδιάσκεψη της Λωζάννης την 1η Νοεμβρίου 1922 έμεναν ακόμα στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της περίπου 300.000 Έλληνες και στη Μικρά Ασία άλλες 400.000.


Χρῆστος Ἀ. Σαρτζετάκης, «Τὰ ἐθνολογικὰ ὅρια τοῦ Ἑλληνισμοῦ»

[...] Ὁ Ἑλληνισμὸς μέχρις ἀκόμη καὶ τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ αἰῶνος, ποὺ μόλις συνεπληρώθη, ἀπετέλει τὴν ἀπὸ κάθε ἄποψι, κυρίως πνευματικὴ καὶ πολιτιστική, σὲ ἱκανὸ δὲ βαθμὸ καὶ πληθυσμιακή, κυριαρχοῦσα δύναμι εἰς τὴν γεωγραφική μας περιοχή: καὶ εἰς τὰ Βαλκάνια, νοτίως νοητῆς γραμμῆς διηκούσης διὰ τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Αἵμου, καὶ εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, κυρίως τὰ δυτικὰ παράλιά της, μὲ ἀνθοῦσαν τὴν παρουσίαν του καὶ νοτιώτερον, ἰδίως μάλιστα εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὥστε ὄχι ἀδικαιολογήτως νὰ γίνεται λόγος περὶ τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς».

Καὶ διὰ μὲν τὴν ἀλησμόνητη Μικρὰ Ἀσία, ὅπου ἐπὶ χιλιετηρίδες ἄνθισεν ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἐξεπήγασεν ὁ ἐκπληκτικὸς φιλοσοφικός του λόγος, ἀρκεῖ ἡ ἀναφορὰ τῶν παρατιθεμένων στοιχείων εἰς τὸ ἐξαίρετον βιβλίον τοῦ Γεωργίου Κλεάνθους Σκαλιέρη, «Λαοὶ καὶ φυλαὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας», ἐκδοθὲν τὸ 1922 (ἐλάχιστον χρόνον πρὸ τῆς καταστροφῆς), τὸ ὁποῖον ἐπανεκυκλοφόρησε καὶ τὸ 1990 εἰς φωτοτυπικὴν ἐπανέκδοσιν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ρῆσος». Τὸ βιβλίον αὐτό, μὲ λεπτομερεῖς πίνακες καὶ χάρτες, συνετέθη ἀντικειμενικώτατα, κατ’ αὐστηρῶς ἐπιστημονικὴν μέθοδον καὶ μὲ ἐπίκλησιν στοιχείων ἀντληθέντων καὶ ἀπὸ ἐπίσημες τουρκικὲς ἐκθέσεις καὶ στατιστικές, ὡς καὶ ἐκπαιδευτικὲς στατιστικὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπὸ τὴν ἐν τέλει τοῦ βιβλίου (σελ. 433 ἑπ.) «Ἀνακεφαλαίωσιν κατὰ φυλὰς καὶ κατ’ ἐθνότητας» προκύπτει, ὅτι, πρὸ τῆς καταστροφῆς, οἱ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀνήρχοντο σὲ 2.660.316, ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι καὶ Ὀθωμανοὶ ἦσαν πολὺ ὀλιγώτεροι, μόλις 1.802.697. Ὁ δὲ λοιπὸς πληθυσμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατενέμετο μεταξὺ «Μουσουλμάνων καὶ Μουσουλμανοφανῶν μὴ Τούρκων» [ ἐξ αὐτῶν «Ἕλληνες καὶ Φρυγοπελασγοὶ» 4.382.374, καὶ «Ἄριοι Σλάβοι» 64.462 ], «Χριστιανῶν ἀκαθορίστων ἐθνικῶς» (10.019), «Ἀρμενίων» (637.268), «Ἀθιγγάνων καὶ Ἀτσιγκάνων» (78.221), «Ἰουδαίων» (56.970), «Σύρων» (67.744), καὶ λοιπῶν «ξένων» [ἐξ αὐτῶν «Χριστιανοὶ» 30.397, «Μουσουλμᾶνοι» 78.518 ]. Ὥστε οἱ ἐπικυρίαρχοι Τοῦρκοι ἀπετέλουν μειονοψηφίαν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, οἱ δὲ εἰς αὐτὴν Ἕλληνες, καὶ μὴ συνυπολογιζομένων τῶν ἐκμουσουλμανισθέντων, ἦσαν πολυαριθμότεροι, ἄνω τῶν δύο ἑκατομμυρίων ἑξακοσίων χιλιάδων. Ἀπὸ αὐτοὺς κατέφυγον εἰς τὴν Ἑλλάδα περὶ τὸ ἕνα ἑκατομμύριον μὲ τὴν, κατ’ ἐφαρμογὴν τῆς συνθήκης τῆς Λωζάννης (1923), ἀνταλλαγὴν τῶν πληθυσμῶν. Ἑπομένως, ἀπέμειναν τότε εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ἄνω τοῦ ἑνάμισυ ἑκατομμυρίου Ἑλλήνων Χριστιανῶν, ἀφοῦ δὲν συνυπολογίζονται οἱ ἔχοντες προηγουμένως ἐξισλαμισθῆ. Ἔτσι καὶ ἐξηγεῖται ἀνακοίνωσις εἰς πρόσφατον, τὸ 1998, συνέδριον τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Δημογραφικῶν Μελετῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν πολυετεῖς ἔρευναι καὶ ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύουν, ὅτι τὰ 30 % τῶν σημερινῶν Τούρκων εἶναι ἑλληνογενεῖς. [...]


Λεπτομερή ιστορικά στοιχεία για την Γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού:

Ιάκωβος Ακτσόγλου, «Η εξόντωση του μισητού λιονταριού: Ο Ελληνισμός της καθ' ημάς Ανατολής και οι επάλληλοι κύκλοι του αφανισμού του», εκδ. Τσουκάτου, 2005.

Κωνσταντίνος Φωτιάδης, «Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (τόμοι 14), 1999.

Ν. Μουτσόπουλος, Αρ. Κεσόπουλος, Κ. Βακαλόπουλος, «Αλησμόνητες πατρίδες: Η φωτοδότρα Μικρασία», εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίδα, 2006

Ν. Μουτσόπουλος, Αρ. Κεσόπουλος, Κ. Βακαλόπουλος, «Η γενοκτονία και η προσφυγιά του ελληνισμού», εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίδα, 2006

Ν. Μουτσόπουλος, Αρ. Κεσόπουλος, Κ. Βακαλόπουλος, «Πώς φθάσαμε στις αλησμόνητες πατρίδες», εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίδα, 2006

Ν. Μουτσόπουλος, Αρ. Κεσόπουλος, Κ. Βακαλόπουλος, «Όχι άλλες αλησμόνητες πατρίδες», εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίδα, 2006

Χρήστος Νεράντζης, «Το έπος της Μικράς Ασίας 1919-1922», εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίδα, 2004

http://tourkofagos.blogspot.com/2007/04/1910-1922.html

1 σχόλιο:

Ali Al-Yunani είπε...

Οι Γιουρούκοι (από το yörük που σημαίνει ο περιπλανώμενος) είναι Τούρκοι, που μέχρι πρόσφατα ακολουθούσαν νομαδική ζωή. Το όνομα τους προέρχεται από το απαρέμφατο yürümek (το να περπατάς). ("yuruk." Webster's Third New International Dictionary, Unabridged. Merriam-Webster. 2002.)

Γνωστή τους τέχνη είναι η δημιουργία χαλιών, ενώ συχνά τα καλοκαίρια διαμένουν σε σπίτια χτισμένα στις πλαγιές των βουνών (ή στήνουν ακόμα και τώρα αντίσκηνα, γνωστά και ως γιούρτες). Οι κύριες φυκλες τους στις οποίες διαχωρίζονται είναι οι Aksigirli, Ali Efendi, Bahsıs, Cakallar, Coşlu, Qekli, Gacar, Güzelbeyli, Horzum, Karaevli, Karahacılı, Karakoyunlu, Karakayalı, Karalar, Karakeçili, Manavlı, Melemenci, San Agalı, Sanhacılı, Sarıkeçili, Tekeli και Yeni Osmanlı. Υποδιαιρούνται σε μικρότερες υποκατηγορίες/σόγια που ονομάζονται kabile, sülale ή oba. (Materialia Turcica, vol. 5-8, Studienverlag Brockmeyer., 1981, p.25)

Στα Βαλκάνια μεταφέρθηκαν τον 14ο αιώνα. (Bourchier James David, "Macedonia". In Chisholm, Hugh. Encyclopædia Britannica., 1911, Cambridge University Press, p. 217)

Οι Κιζιλμπάσηδες είναι αιρετικοί σιίτες Τουρκμένιοι. Διαδώθηκαν κυρίβς στο Αζερμπαϊτζάν, στο δυτικό Ιράν και στην ανατολική Μικρά Ασία. (Roger M. Savory: Kizil-Bash. In Encyclopaedia of Islam, Vol. 5, p. 243-45.)

Το όνομα τους προέρχεται από το βυσσινή φέσι/κάλυμα που φορούσαν στο κεφάλι (στα περσικά τατζ ή ταρκ). Το 'καπέλο' αυτό ονομαζόταν και تاج حیدر / Τατζ-ε Χαϊντάρ), υποδεικνύωντας έτσι την πίστη τους στους 12 ιμάμηδες και τον Σέιχ Χαϊντάρ, πνευματικό ηγέτη του κινήματος των Σαφαβιδών. (Moojan Momen, "An Introduction to Shi'i Islam", Yale Univ. Press, 1985, ISBN 0-300-03499-7, pp. 101–107.)

Τον 15ο αιώνα οι ακόλουθοι του Σέιχ Χαϊντάρ οργανώθηκαν σε παραστρατιωτικά σώματα. Ο 15ος αιώνας θεωρείται η απαρχή της ύπαρξης των Κιζιλμπάσηδων. Οι δε Κιζιλμπάσηδες θεωρούνται ως οι πνευματικοί κληρονόμοι των Χουρραμιτών, περσικού θρησκευτικού κινήματος του 7ου μ.Χ. αιώνα. (Roger M. Savory: Kizil-Bash. In Encyclopaedia of Islam, Vol. 5, p. 243-45.)

Οι κύριες φυλές των Κιζιλμπάσηδων ήταν οι τουρκμένικες φυλές των Ustādjlu, Rūmlu, Shāmlu, Dulkadir, Afshār, Qājār, Takkalu, Bahārlu, Qaramānlu, Warsāk, Bayāt και άλλες. Σήμερα τα απομεινάρια των Κιζιλμπάσηδων βρίσκονται κυρίως στις φυλές Afshar, Qashqai, Turkmen, Shahsevan κ.α. (Tapper, Richard (2011). "Introduction". Tribe and State in Iran and Afghanistan. London: Routledge. p. 11. ISBN 978-0-415-61056-8.)

Υπάρχουν και μερικές μη τουρκικές φυλές στους Κιζιλμπάσηδες, κυρίως πέρσικες ή κούρδικες, που ζουν κυρίως στο δυτικό και βόρειο-δυτικό Ιράν' αυτές είναι οι Tālish, οι Lur, οι Siāh-Kuh (Karādja-Dagh) κ.α. (Savory, Roger M. (1965). "The consolidation of Safawid power in Persia". Der Islam: Journal of the History and Culture of the Middle East. 41 (1): 71–94.)