Πολυτονιάται, στα 2050 μ.Χ.
Το σύστημα το πολυτονικό οι Πολυτονιάται
Εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
Με προοδευτικούς, κουλτουριαρέους και γλωσσολόγους
Το μόνο που τους έμενε πολυτονικό
Ήταν μια μυστική γιορτή, με οξείες και με περισπωμένες.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
Κανόνες τονισμού να απαγγέλλουν,
Που μόλις πια τους καταλάμβαναν ολίγοι:
«Η προπαραλήγουσα ποτέ δεν στεφανούται
Όταν τους προεξανισταμένους εν τοις αγώσι ραπίζουσι.
Αχ, άμα, αδέρφια, ενεθυμούμασταν το δίγαμμα και τη δασεία,
Δεν θα παθαίναμε όλοι μας σαν κόπανοι τη δυσλεξία».
Και έτσι μελαγχολικά ετέλειωνε συνήθως η εορτή των.
Γιατί θυμούνταν που ήσαν πολυτονιστές κι αυτοί μία φορά
Και είχαν για καμάρι τη βιτσιά του δάσκαλου για το έψιλον περισπωμένη.
Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
Να γράφουν και να ομιλούν ελληνοαγγλικά,
Βγαλμένοι, φευ και τρισαλί, από τον πο-λυ-το-νι-σμό.
Τελικά δεν θα σχολιάσω πολλά· το παράθεμα στο μέσο του ποιήματος, που παντρεύει τον Μουφλουζέλη με τον Πλούταρχο (όχι τον τραγουδιστή) είναι από τον βίο του Θεμιστοκλέους, όπου διαβάζουμε
τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· ὦ Θεμιστόκλεις͵ ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι͵ ναί εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς͵ ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν
δηλαδή όταν ο Θεμιστοκλής, σε μια σύσκεψη στρατηγών με θέμα τον τόπο που θα γίνει η ναυμαχία (τελικά έγινε στη Σαλαμίνα) το 480 π.Χ, πήρε το λόγο διακόπτοντας τον αρχιστράτηγο των Ελλήνων Ευρυβιάδη, τότε του απάντησε ο τελευταίος: "Ω Θεμιστοκλή, στους αγώνες αυτούς που ξεκινούν πριν δωθεί το σύνθημα τους χτυπούν", και ο Θεμιστοκλής απάντησε:"ναι, αλλά αυτούς που υπολείπονται (μένουν πίσω) δεν τους στεφανώνουν"
Στη συνέχεια ο Ευρυβιάδης προσπάθησε να τον χτυπήσει με το ραβδί του και ο Θεμιστοκλής του είπε το γνωστό:"Πάταξον μεν, άκουσον δε".
ενώ το ίδιο υπάρχει σε κάπως διαφορετική μορφή στα Αποφθέγματα βασιλέων πάλι του Πλουτάρχου αλλά και στις παροιμίες του Αποστολίου.
Κλείνω παραθέτοντας το καβαφικό ποίημα που βρίσκεται στην αφετηρία της παρωδίας. Είναι από τα "Ατελή", δηλαδή δεν το θεώρησε τελειωμένο ο ποιητής:
Ποσειδωνιάται
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς και με Λατίνους κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες-
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί.
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι –ω συμφορά!- απ’ τον ελληνισμό.
(Ανέκδοτα ποιήματα, εκδ. Ίκαρος 1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου