Βάρβαρος ,-ον (επίθ.) - [ηχοποίητη λέξη για έκφραση ήχου ξένης γλώσσας]. ο μη ελληνικός , ξένος, βάρβαρος, αμόρφωτος ,ανελεύθερος ,απολίτιστος ,κτηνώδης ,βάρβαροι(ουσ.).Οι μη Έλληνες,οι ξένοι κυρίως οι Μήδοι και οι Πέρσες .παράγ. βαρβαρικός,βίαιος, το βαρβαρικόν,οι βάρβαροι, βαρβαρόομαι –ουμαι (ρ. παθητικό) γίνομαι βάρβαρος, βεβαρβαρωμένος -η -ον (μτχ. παθ. πρχ), ακατάληπτος, ξενικός, συνθ. βαρβαρόφωνος, -ον(επίθ.),αυτός που μιλάει ξένη γλώσσα, αυτός που δεν μιλάει σωστά τα ελληνικά. Όταν αναφέρεται σε Έλληνες όπως Σπαρτιάτες,Μακεδόνες, Ηπειρώτες,Θεσσαλούς και άλλους υποδηλώνει την χρήση ελληνικής διαλέκτου πλην της Αττικής ( των Αθηναίων) η πολιτιστικό επίπεδο χαμηλότερο από αυτό των Αθηναίων . Συνήθης προσβλητικός χαρακτηρισμός των Αθηναίων για τους υπόλοιπους Έλληνες. Υποτιμητική εξύβριση μεταξύ ελληνικών εθνών.
Βαρβαρίζω ρ. [βάρβαρος] ,μελλ. αττ. βαρβαριώ,Μιλώ η φέρομαι ως βάρβαρος (ενώ είμαι Έλληνας) , παίρνω το μέρος των βαρβάρων «μηδίζω» ,Παραβαίνω τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας, Κάνω γραμματικό λάθος ,παραγ. βαρβαρισμός ο (ουσ.) ,Γραμματικό λάθος, Εσφαλμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας, βαρβαριστί (επιρ.) Κατά βαρβαρικό τρόπο, Στη βαρβαρική γλώσσα.
Βαρβαρόφυλος [επίθετο δικατάληκτο] ,βάρβαρος στην φυλή # αλλοεθνής ,μη Έλλην στο έθνος
Φιλέλλην -ηνος ,-η ,-ο (επίθ.) [φίλος+Έλλην] Ξένος που αγαπά την Ελλάδα και τους Έλληνες, Έλληνας πατριώτης πανελλήνιος(όχι μόνο της ιδιαίτερης Πατρίδος του Τότε είναι φιλόπατρις) στην αρχαιότητα ,φιλέλληνας αντίθ. μισέλληνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου