Ἔχουμε τρεῖς τόνους: τὴν ὀξεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ δεξιά: ʹ «τό»), τὴν βαρεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ ἀριστερά: ` «τὸ»), τὴν περισπωμένη (πού, ἀνάλογα μὲ τὴν γραμματοσειρά, ἄλλοτε γράφεται σὰν μουστάκι, ἄλλοτε σὰν τόξο, ἄλλοτε σὰν ὁριζόντια γραμμούλα: ῀ «τῶν»).
Ἔχουμε δύο πνεύματα: τὴν ψιλὴ (δεξὶ φεγγαράκι: ᾿ «ἐδῶ») καὶ τὴν δασεία (ἀριστερὸ φεγγαράκι: ῾ «ὁ»).
Κάθε λέξη ποὺ ἀρχίζει μὲ φωνῆεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) παίρνει ὁπωσδήποτε πνεῦμα στὸ φωνῆεν αὐτό: «ἀπό, ἐγώ, ἡ, ἱστός, ὁ, ὑγεία, ὡς».
Ἔχουμε δύο ἐξαιρέσεις στὸν κανόνα αὐτό:
- ὅταν ἡ λέξη ἀρχίζει μὲ δίφθογγο (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, οι, ου) τότε τὸ πνεῦμα μπαίνει στὸ δεύτερο γράμμα τῆς διφθόγγου: «αἰτία, αὐγό, εἰδικά, εὐχή, ηὐξημένος, οἰκία, οὐλή». Ὅταν πάλι ἡ δίφθογγος ἔχει χωρισθεῖ τότε τὸ πνεῦμα ἐπανέρχεται στὸ πρῶτο φωνῆεν (καὶ τὰ διαλυτικὰ εἶναι περιττά): «ἀιτός, ἄυλος, ὀιμέ».
- τὰ ἀριθμητικὰ δὲν παίρνουν πνεῦμα: αʹ (= 1) εʹ (= 5) ηʹ (= 8) ιʹ (= 10) οʹ (= 70) υʹ (= 400) ωʹ (= 800).
Ὅταν ἕνα γράμμα παίρνει καὶ τόνο καὶ πνεῦμα, τότε:
- στὴν περίπτωση τῆς βαρείας ἢ τῆς ὀξείας, βάζουμε τὸ πνεῦμα ἀριστερὰ καὶ τὸν τόνο δεξιά: «ἄν, ἔψιλον, ἥβη, ἵδρυμα, ὅλο, ὕλη, ὥς»·
- στὴν περίπτωση τῆς περισπωμένης βάζουμε τὸ πνεῦμα κάτω ἀπὸ τὴν περισπωμένη: «εἶμαι, οὗτος, ὧρα».
Στὰ πεζὰ γράμματα τὸ πνεῦμα (ἢ ὁ συνδυασμὸς τόνου καὶ πνεύματος) μπαίνει πάνω ἀπὸ τὸ γράμμα: «ἔλα, ὅμως, ἦταν». Στὰ κεφαλαῖα μπαίνει πρὶν (δηλαδὴ δεξιὰ) ἀπὸ τὸ γράμμα: «Ἔλα, Ὅμως, Ἦταν».
[Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κεφαλαῖα ἀρχικὰ φωνήεντα, σημειῶστε ὅτι ἐνῷ στὴν γραφομηχανὴ καὶ στὴν «χειροκίνητη» τυπογραφία (κάσα, λινοτυπία, μονοτυπία) ἔμπαινε πρῶτα τὸ πνεῦμα ἢ ὁ συνδυασμὸς πνεῦμα+τόνος καὶ ὕστερα τὸ φωνῆεν οὕτως ὥστε νὰ θεωροῦμε τὸ πνεῦμα ἢ τὸν συνδυασμὸ πνεῦμα+τόνος ὡς ἀνεξάρτητη ἑνότητα, στὴν πληροφορικὴ (καὶ συγκεκριμένα στὴν κωδικοσελίδα Unicode) θεωροῦμε ὅτι ἀνήκει στὸ φωνῆεν καὶ μαζὶ ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου