Στὰ δύο προηγούμενα μαθήματα ἐξετάσαμε τὸν τονισμὸ τῶν ρημάτων καὶ εἴδαμε ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ μποροῦν νὰ προκύψουν. Στὸ μάθημα αὐτὸ καὶ στὸ ἑπόμενο, καὶ τελευταῖο, θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ ἄλλα μέρη τοῦ λόγου: τὰ οὐσιαστικά, τὰ ἐπίθετα, τὰ ἐπιρρήματα.
Ἄλλη μιὰ φορά, στὴν περίπτωση τῆς λήγουσας ὁ κανόνας εἶναι πολὺ ἁπλός: τὰ οὐσιαστικὰ καὶ τὰ ἐπίθετα, ὅταν τονίζονται στὴν λήγουσα παίρνουν ὀξεία σὲ ὅλες τὶς πτώσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γενικὴ καὶ τὴν δοτικὴ (τοῦ ἑνικοῦ καὶ τοῦ πληθυντικοῦ) ποὺ παίρνουν πάντα περισπωμένη:
Ὀνομαστικὴ | ὁ καλὸς ἰατρὸς | οἱ καλοὶ ἰατροὶ |
Γενικὴ | τοῦ καλοῦ ἰατροῦ | τῶν καλῶν ἰατρῶν |
(Δοτικὴ) | (τῷ καλῷ ἰατρῷ) | (τοῖς καλοῖς ἰατροῖς) |
Αἰτιατικὴ | τὸν καλὸ ἰατρὸ | τοὺς καλοὺς ἰατροὺς |
Κλητικὴ | ὦ καλὲ ἰατρὲ | ὦ καλοὶ ἰατροὶ |
| ||
Ὀνομαστικὴ | ὁ ἐπιμελὴς μαθητὴς | οἱ ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Γενικὴ | τοῦ ἐπιμελοῦς μαθητῆ | τῶν ἐπιμελῶν μαθητῶν |
(Δοτικὴ) | (τῷ ἐπιμελεῖ μαθητῇ) | (τοῖς ἐπιμελέσι μαθητέσι) |
Αἰτιατικὴ | τὸν ἐπιμελὴ μαθητὴ | τοὺς ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
Κλητικὴ | ὦ ἐπιμελὴ μαθητὴ | ὦ ἐπιμελεῖς μαθητὲς |
| ||
Ὀνομαστικὴ | ἡ πικρὴ χαρὰ | οἱ πικρὲς χαρὲς |
Γενικὴ | τῆς πικρῆς χαρᾶς | τῶν πικρῶν χαρῶν |
(Δοτικὴ) | (τῇ πικρῇ χαρᾷ) | (ταῖς πικραῖς χαραῖς) |
Αἰτιατικὴ | τὴν πικρὴ χαρὰ | τὶς πικρὲς χαρὲς |
Κλητικὴ | ὦ πικρὴ χαρὰ | ὦ πικρὲς χαρὲς |
| ||
Ὀνομαστικὴ | τὸ μικρὸ παιδὶ | τὰ μικρὰ παιδιὰ |
Γενικὴ | τοῦ μικροῦ παιδιοῦ | τῶν μικρῶν παιδιῶν |
Αἰτιατικὴ | τὸ μικρὸ παιδὶ | τὰ μικρὰ παιδιὰ |
Κλητικὴ | ὦ μικρὸ παιδὶ | ὦ μικρὰ παιδιὰ |
Ἂς μὴ τρομάξει ὁ ἀναγνώστης βλέποντας δοτικὲς πτώσεις (καὶ τὶς ἀντίστοιχες ὑπογεγραμμένες) σὲ αὐτὴν τὴν ἱστοσελίδα. Προφανῶς ἡ δοτικὴ δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν δημοτικὴ γλώσσα καὶ κανεὶς δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ τὴν ἐπαναφέρει. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος ἐκφράσεων ποὺ χρησιμοποιοῦμε καθημερινὰ («δόξα τῷ Θεῷ») καὶ ποὺ περιέχουν δοτικὴ πτώση δικαιολογεῖ τὴν ἀναφορά της. Ἄλλωστε ὁ κανόνας εἶναι τὸ ἴδιο ἁπλὸς ὅσο καὶ ἀπαραβίαστος: τόσο ἡ γενικὴ ὅσο καὶ ἡ δοτικὴ ὅταν τονίζονται παίρνουν περισπωμένη.
Εἶναι δηλαδὴ ἡ περισπωμένη δείκτης τῆς γενικῆς (καὶ τῆς δοτικῆς). Ἡ περισπωμένη μᾶς ἐπιτρέπει νὰ διευκρινίσουμε τὸ νόημα φράσεων ὅπως: «ἄκουσα ἕναν βοηθὸ λογιστὴ νὰ λέει»/«ἄκουσα ἕναν βοηθὸ λογιστῆ νὰ λέει», στὴν πρώτη περίπτωση πρόκειται γιὰ λογιστὴ ποὺ εἶναι βοηθός, στὴν δεύτερη περίπτωση γιὰ τὸν βοηθὸ ἑνὸς λογιστῆ.
Στὸ παράδειγμα «ὁ ἐπιμελὴς μαθητὴς» βλέπουμε ὅτι καὶ ἡ ὀνομαστικὴ καὶ ἡ αἰτιατικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ «ἐπιμελὴς» παίρνουν περισπωμένη. Πρόκειται γιὰ ἐξαίρεση στὸν κανόνα: οἱ πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ ποὺ καταλήγουν σὲ -εῖς παίρνουν περισπωμένη: οἱ συγγραφεῖς, οἱ συγγενεῖς, οἱ δυστυχεῖς, οἱ ἀκριβεῖς, κ.λπ.
Ἄλλες ἐξαιρέσεις:
- λέξεις ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα: ἡ γῆ/τῆς γῆς, τὸ φῶς/τοῦ φωτός, τὸ πᾶν/τοῦ παντός, ὁ νοῦς/τοῦ νοῦ, κ.λπ. οἱ ὁποῖες κλίνονται κατὰ τὸ ἀρχαῖο πρότυπο·
- κύρια ὀνόματα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ποὺ καταλήγουν σὲ -ᾶ/-ᾶς, -ῆς, -οῦς (Ἀθηνᾶ, Ναυσικᾶ, Λουκᾶς, Παλαμᾶς, Σκουφᾶς, Ἑρμῆς, Ἡρακλῆς, Θαλῆς, Θεμιστοκλῆς, Μωυσῆς, Περικλῆς, Ἰησοῦς, κ.λπ.).
Ὅσο γιὰ τὰ ἐπιρρήματα, αὐτὰ παίρνουν ὀξεία ὅταν λήγουν σὲ -ά: παλιά, σιγά, φτηνά, καλά, ἁπλά, εἰδικά, κ.λπ., καὶ περισπωμένη ὅταν λήγουν σὲ -ῶς: ἀκριβῶς, λεπτομερῶς, ποσῶς, γενικῶς, ἀσφαλῶς, κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου