Εἴπαμε ὅτι ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ φωνῆεν παίρνουν πνεῦμα, εἴτε στὸ φωνῆεν αὐτὸ εἴτε στὸ φωνῆεν ποὺ τὸ ἀκολουθεῖ ἂν πρόκειται γιὰ δίφθογγο.
Ἀλλὰ ποιό ἀπὸ τὰ δύο πνεύματα;
Δύο τινά: πρῶτον, οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ψιλή· δεύτερον, αὐτὲς ποὺ παίρνουν δασεία εἶναι μὲν ἀριθμητικὰ λιγότερες ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι πολὺ σημαντικὲς καὶ συχνὲς λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Γιὰ παράδειγμα, δασύνονται:
- οἱ ἄτονες λέξεις ὁ, ἡ, οἱ, αἱ, ὡς·
- οἱ σύνδεσμοι καὶ ἀντωνυμίες ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ὄμικρον: ὅπου, ὅπως, ὅποτε, ὅταν, ὅτι, ὅ,τι, ὅποιος, ὅσος, κ.λπ.·
- τὰ ἀριθμητικὰ ἕνας, ἕξι, ἑπτά, ἑκατό.
Καὶ ἕνας ἀπαραβίαστος (τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὰ νέα ἑλληνικὰ) κανόνας: ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ὕψιλον παίρνουν δασεία: ὕπνος, ὕλη, ὕμνος, ὕστερα, ὑγίεια, κ.λπ.
Θὰ ἀναρωτηθεῖ ἴσως ὁ ἀναγνώστης γιατί ἔχουμε τὸ ρῆμα «δασύνομαι» γιὰ τὶς λέξεις ποὺ παίρνουν δασεία, ἀλλὰ κανένα ἀντίστοιχο ρῆμα γιὰ αὐτὲς ποὺ παίρνουν ψιλή; [«ψιλίνομαι» δὲν ὑπάρχει, «ψιλιάζομαι» σημαίνει κάτι ἄλλο...] Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανερώνει τὴν ἀσυμμετρία ἀνάμεσα στὰ δύο πνεύματα. Ἐνῷ ἡ δασεία δηλώνει τὴν ὕπαρξη (στὴν ἀρχαιότητα) ἑνὸς γράμματος (τὸ γράμμα Η πρὶν αὐτὸ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἀναπαράσταση τοῦ μακροῦ Ε — π.χ. τὸ ὄνομα Ἑλένη γραφόταν ΗΕΛΕΝΕ) ἡ ψιλὴ δὲν δηλώνει τίποτε ἄλλο παρὰ... τὴν ἔλλειψη τῆς δασείας. Ἔτσι ἔχουμε λέξεις ποὺ δασύνονται, καὶ ἄλλες ποὺ δὲν δασύνονται. Γιὰ νὰ ξεχωρίζουν παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ μὴ δασυνόμενα ἀρχικὰ φωνήεντα καὶ πρὸς ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων, ἐφευρέθηκε ἡ ψιλή.
Μερικοὶ πολὺ γενικοὶ κανόνες ποὺ ἀφοροῦν τὴν ψιλή:
- ἡ αὔξηση τῶν ρημάτων παίρνει ψιλή: ἔλεγα, ἔπαιρνα, ἔφερνα·
- τὸ «ἄλφα στερητικὸ» παίρνει ψιλή: ἄμυαλος, ἄγνωστος, ἄπιαστος, ἀσυνείδητος, ...
- οἱ σύνδεσμοι ἀνά, ἀμφί, ἀντί, ἀπό, ἐν, ἐκ/ἐξ, ἐπὶ παίρνουν ψιλὴ καὶ ἄρα καὶ ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ αὐτούς: ἀνάταση, ἀμφίδρομος, ἀντίσταση, ἀπόφαση, ἔνσταση, ἐκβολή, ἐξαγωγή, ἐπίθεση, ...
- οἱ ξένες λέξεις καὶ τὰ ξένα ὀνόματα παίρνουν ψιλή: ἄλτ, ἀβαντάζ, ἄφτερ ἔιτ, ἀσανσέρ, κ.λπ. ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση ὅπου ἀρχίζουν ἀπὸ ὕψιλον: Νέα Ὑόρκη. Αὐτὰ λέει ὁ Τριανταφυλλίδης, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ παλαιότερες γραμματικὲς οἱ ἑλληνικοὶ μεταγραμματισμοὶ ξένων λέξεων καὶ ὀνομάτων παίρνουν δασεία ὅταν στὸ λατινικὸ πρωτότυπο ἀρχίζουν ἀπὸ h: ἅλτ (= halt), ὁρντέβρ (= hors d'œuvre), Ἁννόβερο (= Hannover), Ἁμβοῦργο (= Hamburg), Οὑγκό (= Hugo), κ.λπ. Βέβαια τίθεται τὸ θέμα ἀπὸ ποιάν γλώσσα μᾶς ἦρθε μία λέξη: τὸ ὄμποε π.χ. παίρνει ψιλὴ γιατὶ στὰ ἰταλικὰ δὲν παίρνει h ἀλλὰ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἰδιαιτερότητα τῶν ἰταλικῶν ἀφοῦ ἡ λέξη oboe βγαίνει ἀπὸ τὸ γαλλικὸ hautbois (= πάνω ξύλο) τὸ ὁποῖο παίρνει h.
Ἀλλὰ τί γίνεται μὲ τὶς ἄλλες λέξεις; Πῶς μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἂν μία λέξη δασύνεται;
Ὑπάρχουν δύο μέθοδοι, ποὺ δουλεύουν γιὰ περίπου 75% τῶν περιπτώσεων. Ἐὰν δὲν δουλέψουν αὐτὲς οἱ μέθοδοι τότε ἡ μόνη λύση εἶναι τὸ λεξικὸ καὶ ἡ ἀπομνημόνευση. Καὶ ὅταν λέμε λεξικὸ ἐννοοῦμε τόσο τὸ χάρτινο λεξικὸ τῶν πατεράδων καὶ τῶν παππούδων μας ὅσο καὶ τὰ διάφορα πληροφορικὰ ἐργαλεῖα (ἠ-λεξικά, ὀρθογραφικοὶ διορθωτές, Google, κ.λπ.).
Ἂς δοῦμε τώρα τὶς δύο πρακτικὲς μεθόδους ἐξακρίβωσης τοῦ ἂν μία λέξη δασύνεται ἢ ὄχι.
Πρώτη μέθοδος.
Ἐὰν δὲν ξέρετε ἂν μιὰ λέξη δασύνεται, δοκιμάστε νὰ τῆς προσθέσετε κάποιο συνθετικὸ ποὺ νὰ τελειώνει μὲ π, τ ἢ κ. Ἂν αὐτὸ γίνει φ, θ ἢ χ ἀντίστοιχα, τότε ἡ λέξη δασύνεται. Ὀνομάζουμε μάλιστα τὰ σύμφωνα αὐτὰ «δασέα»· ἄλλωστε καὶ οἱ ξένοι ποὺ μεταγραμματίζουν τὰ ἑλληνικὰ ὡς: π→p τ→t κ→c προσθέτουν ἕνα h γιὰ τὰ ἀντίστοιχα δασέα σύμφωνα: φ→ph θ→th χ→ch.
Μπορεῖτε π.χ. νὰ προσθέσετε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδέσμους ἀντί, ἀπό, ἐπί, κατά, μετά, ὑπό. Ἔτσι οἱ ἀκόλουθες λέξεις δασύνονται (προσπαθῆστε νὰ τὶς ἐντυπωθεῖτε ὀπτικά):
ἅγιος | → καθαγιάζω |
ἁγνός | → καθαγνίζω |
αἷμα | → ἀφαίμαξη, καθαιμάσσω |
αἵρεση | → ἀφαίρεση, καθαίρεση, ὑφαίρεση |
ἁλάτι | → ἀφαλάτωση, καθαλάτωση, ὑφάλμυρος |
ἅμιλλα | → ἐφάμιλλος |
ἅπαξ | → ἐφάπαξ |
ἅπλωμα | → ἐφάπλωμα |
ἅπτομαι | → ἐφάπτομαι, καθάπτω |
ἁρμόζω | → ἐφαρμόζω |
ἕδρα | → ἐφεδρεύω, καθέδρα |
ἕκαστος | → καθέκαστα |
ἑλκύω | → καθέλκυση |
Ἕλληνας | → ἀνθέλληνας |
ἕλος | → ἀνθελονοσιακός |
ἕξη | → ἀνθεκτικός, ἐφεκτικός, καχεκτικός, μέθεξη |
ἑξῆς | → καθεξῆς |
ἑορτή | → μεθεόρτια |
ἑπόμενος | → μεθεπόμενος |
ἑρμηνεία | → μεθερμήνευση |
ἕρπω | → ὑφέρπω |
ἕση | → ἔφεση |
ἑστία | → ἐφέστιος |
εὕρεση | → ἐφεύρεση |
ἥβη | → ἐφηβεία |
ἡγεσία | → ἀφήγηση, καθηγεσία, ὑφηγεσία |
ἥλιος | → ἀφήλιο, ὑφήλιος |
ἡμέρα | → ἐφημερεύω, καθημερινός |
ἡνία | → ἀφηνιάζω |
ἡσυχία | → ἐφησυχάζω, καθησύχαση |
ἵδρυμα | → καθίδρυμα |
ἱδρώτας | → ἀνθιδρωτικός, ἀφίδρωση, ἐφιδρώνω |
ἱερός | → ἀφιερώνω, καθιέρωση |
ἵζημα | → καθίζηση |
ἱκετεύω | → καθικετεύω |
ἱκνός | → ἀφικνοῦμαι |
ἵππος | → ἀφίππευση, ἔφιππος |
ἵσταμαι | → ἀνθίσταμαι, καθίσταμαι, ὑφίσταμαι |
ὁδός | → ἀφόδευση, ἔφοδος, κάθοδος, μέθοδος |
ὁλικός | → καθολικό |
ὁμιλῶ | → καθομιλουμένη |
ὅμοιος | → ἀφομοιώνω |
ὁμολογῶ | → καθομολογία |
ὅπλο | → ἀφοπλίζω, ἐφοπλίζω |
ὁριακός | → ἐφοριακός |
ὁρίζω | → ἀφορίζω, καθορίζω |
ὅριο | → μεθοριακός |
ὁρμή | → ἀφορμή, ἐφόρμηση, μεθορμίζω |
ὅσιος | → ἀφοσιώνομαι, καθοσίωση |
ὅσο | → ἐφόσον, καθόσον |
ὅτι | → καθότι |
ὅτου | → ἀφότου |
ὑαλί | → ἀφυάλωση |
ὕβρις | → καθυβρίζω |
ὑγίεια | → ἀνθυγιεινός |
ὑγρός | → ἐφυγραίνω, καθυγραίνω |
ὕδωρ | → ἀφυδατώνω |
ὕλη | → ἀνθυλιστικός |
ὕμνος | → ἐφύμνιο |
ὑπηρέτης | → ἀφυπηρετῶ |
ὕπνος | → ἀνθυπνωτικός, ἀφυπνίζω |
ὕποπτος | → καχύποπτος |
ὑστέρημα | → καθυστερῶ |
ὡς | → καθώς |
Καὶ τώρα λέξεις ποὺ παίρνουν ψιλή:
ἀγαπῶ | → ἀνταγαπῶ |
ἀγγελία | → ἀπαγγελία, ἐπαγγελία |
ἀγγίζω | → μεταγγίζω |
ἀγκίστρι | → ἀπαγκιστρώνομαι |
ἀγορά | → ἀνταγορεύω, ἀπαγόρευση, κατηγορῶ, ὑπαγόρευση |
ἀγοράζω | → ἀνταγοράζω |
ἄγριος | → ἀπαγριώ |
ἄγρυπνος | → ἐπαγρύπνηση |
ἀγχόνη | → ἀπαγχονίζω |
ἀγωγή | → ἀνταγωγή, ἀπαγωγή, ἐπαγωγή, μεταγωγή, ὑπαγωγή |
ἀγώνας | → ἀνταγωνίζομαι |
ἀδικῶ | → ἀνταδικῶ |
ἄθλιος | → ἀπαθλίωση |
ἄθλο | → ἔπαθλο |
αἴθριος | → ὑπαίθριος |
αἴνιγμα | → ὑπαινιγμός |
αἶνος | → ἔπαινος |
αἴσθηση | → ἐπαισθητός, ὑπαισθησία |
αἶσχος | → ἐπαίσχυντος |
αἴτηση | → ἐπαίτης |
αἰτία | → ὑπαίτιος |
ἀκοή | → ὑπακοή |
ἀκόλουθος | → ἐπακόλουθο |
ἀκόντιο | → ἐπακόντιος |
ἀκούω | → ἐπακούω |
ἄκρα | → ἔπακρο, ἀκριβῶς, ἐπακριβής |
ἀκτή | → ἐπακτή |
ἀλήθεια | → ἐπαλήθευση |
ἀλλαγή | → ἀνταλλαγή, ἀπαλλαγή, ἐπαλλαγή, μεταλλαγή, ὑπαλλαγή |
ἄλληλος | → ἐπάλληλος, ὑπάλληλος |
ἄλλος | → μέταλλο |
ἀλλότριος | → ἀπαλλοτρίωση |
ἀλοιφή | → ἀπαλοιφή, ἐπαλείφω |
ἄμα | → ἀντάμα |
ἀμειβή | → ἀνταμείβω, ἐπαμείβω, ὑπαμείβω |
ἄνδρας | → ἐπανδρώνω, ὑπανδρεία |
ἄνεμος | → ἀπάνεμος, ὑπήνεμος |
ἄνθος | → ἀπανθίζω, ἐπάνθημα |
ἄνθρακας | → ἀπανθράκωμα |
ἄνθρωπος | → ὑπάνθρωπος |
ἄνω | → ἐπάνω |
ἄξιος | → ἐπάξιος |
ἀπειλή | → ἐπαπειλητικός |
ἄργιλος | → ἐπαργιλίωση |
ἄργυρος | → ἐπάργυρος |
ἀριστερός | → ἐπαρίστερος |
ἀρκῶ | → ἐπαρκῶ |
ἄρμα | → ἔπαρμα |
ἄρση | → ἔπαρση |
ἀρχή | → ἐπαρχείο, ὕπαρξη |
ἀστυνομία | → ὑπαστυνόμος |
ἀσφάλεια | → ἀντασφάλεια |
ἄσχημος | → κακάσχημος |
αὐγή | → ἀνταύγεια, ἀπαυγάζω |
αὐλή | → ἔπαυλη |
αὔξηση | → ἐπαύξηση |
αὔριο | → ἐπαύριον |
αὐτός | → ἀπαυτώνω |
ἀφή | → ἐπαφή |
ἐγγραφή | → μετεγγραφή, ἀντέγγραφο |
ἐγγύηση | → ὑπεγγύηση |
ἔδαφος | → κατεδάφιση, ὑπέδαφος |
ἔθνος | → ἀντεθνικός |
εἰρήνη | → ἀντειρηνικός |
εἰρωνεία | → κατειρωνεύομαι |
εἴσοδος | → ἐπεισόδιο |
ἐκπαίδευση | → μετεκπαίδευση |
ἔκτυπο | → κακέκτυπο |
ἐλαύνω | → ἀπέλαση, ἐπελαύνω |
ἐλευθερία | → ἀπελευθερία |
ἔλευση | → ἐπέλευση |
ἐλπίδα | → ἀπελπισία |
ἔναντι | → ἀπέναντι |
ἐνέργεια | → ἀντενεργῶ |
ἐντρέχεια | → κακεντρέχεια |
ἔργο | → ἀπεργώ, κακεργέτης |
ἔργο | → κατεργάζομαι |
ἐρείπιο | → κατερειπώνω |
ἔρημος | → ἀπερημώνω |
ἔρχομαι | → ἀπέρχομαι, ἐπέρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι |
ἐρώτηση | → ἐπερώτηση |
ἔτος | → ἐπέτειος, ἐπετηρίδα |
εὐθεία | → ἀπευθείας, κατευθείαν |
εὐθύνη | → ὑπεύθυνος |
εὐφημία | → ἐπευφημία |
εὐχή | → ἀπευχή |
ἔχω | → ἀντέχω, ἀπέχω, ἐπέχω, κατέχω, μετέχω, ὑπέχω |
ἦχος | → ἀντήχηση, κατήχηση |
ἰατρός | → ὑπίατρος |
ἴλαρχος | → ὑπίλαρχος |
οἰκία | → κατοικία, μετοικεσία |
οἶκος | → ἐποίκηση |
ὀλισθαίνω | → κατολισθαίνω |
ὄνομα | → ἀντωνυμία, ἐπώνυμο, κακωνυμία, κατονομάζω, μετονομάζω, μετωνυμία |
ὀπή | → μέτωπο |
ὄπισθεν | → μετόπισθεν |
ὀπτική | → κατόπτευση |
ὀπτικός | → ἐποπτικός |
ὀρθός | → κατορθώνω |
οὖλο | → ἐπούλωση |
οὖρο | → κατούρημα |
οὖς | → ἐπωτίδα |
οὐσία | → ἀπουσία, μετουσιώνω |
ὄφελος | → ἐπωφελής |
ὀφθαλμός | → ἐποφθαλμιῶ |
ὀχυρό | → κατοχυρώνω |
ὄψη | → κάτοψη |
ὠδή | → ἐπωδή |
ὠόν | → ἐπώαση |
Ἡ δάσυνση τοῦ συμφώνου δὲν συμβαίνει μόνο σὲ περίπτωση σύνθεσης. Σκεφτεῖτε τὶς κατασκευὲς «κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο» καὶ «ἀφ᾿ ἑνὸς / ἀφ᾿ ἑτέρου». Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ λέξη «αὐτὸ» παίρνει ψιλὴ ἀφοῦ τὸ ταῦ δὲν ἔγινε θῆτα, στὴν δεύτερη περίπτωση στὸ πὶ ἔγινε φὶ καὶ ἄρα τὰ «ἑνὸς» καὶ «ἑτέρου» δασύνονται.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς ἔχει καὶ κάποιες σπάνιες «ἐξαιρέσεις», οἱ ὁποῖες οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι ἐξαιρέσεις ἀλλὰ ἁπλῶς λάθη ποὺ ἐπικράτησαν: γράφουμε μεθαύριο καὶ ἐφέτος ἐνῶ οἱ λέξεις αὔριο καὶ ἔτος δὲν δασύνονται (ἡ ἀπόδειξη: γράφουμε ἐπίσης ἐπαύριον καὶ ἐπετηρίς). Οἱ μονοτονιστὲς δὲν παύουν νὰ ἀναφέρουν αὐτὲς τὶς «ἐξαιρέσεις» γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀχρηστία τοῦ κανόνα· παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ κανόνας εἶναι πολὺ χρήσιμος γιατὶ ἐφαρμόζεται σὲ ἑκατοντάδες περιπτώσεων ἐνῷ οἱ «ἐξαιρέσεις» εἶναι ἐλάχιστες.
Δεύτερη μέθοδος.
Ἄλλος κανόνας γιὰ δασυνόμενες λέξεις: ἐὰν παράγωγες γαλλικές, ἀγγλικὲς ἢ γερμανικὲς λέξεις ἀρχίζουν ἀπὸ h τότε ἡ λέξη δασύνεται. Μερικὰ παραδείγματα:
Λέξεις ποὺ δασύνονται.
ἅγιος | → hagiography, hagiology, hagiographa |
Ἅδης | → hadean, hadopelagic |
ἁδρός | → hadron, hadrosaurus |
αἷμα | → hemophilia, hemorrhage |
ἁλκυών | → halcyon, halcyonic, halcyonidae |
ἁλάτι | → halogen, haloaromatic, halobacteria, halosaur |
ἁλύσκειν | → hallucinosis, hallucinate |
ἅλως | → halo |
ἅπαξ | → hapax legomenon, hapaxes |
ἁπλός | → haplodiploid, haploid, haploidisation, haplorrhini, Haplotype |
ἁρμονία | → harmony, harmonium, harmonica, harmonisation, harmonics... |
ἁρμός | → harmotome, arm |
ἕτερος | → hetero- |
εὑρίσκω | → heuristics |
ἡγεσία | → hegemony |
ἥλιος | → helion, heliotropic, heliocentric |
ἥρωας | → heroism |
ἕλιξ | → helix, helicopter, helicity |
ἑπτά | → heptarchy, heptagon, heptameter |
ἱερός | → hierarchy, hieroglyph |
ἱστορία | → history |
ὕδωρ | → hydrodynamics, hydrolysis |
ὕπνος | → hypnotism |
ὅλος | → holistics |
ὅμοιος | → homeopathy |
ὁρίζοντας | → horizon |
ὧρα | → horoscope |
Λέξεις ποὺ παίρνουν ψιλή
ἀ στερητικόν | → adiabatic, agnostic, ahistorical, amoral... |
ἄβαξ | → abacus, abaculus |
ἄβυσσος | → abyss, abyssal, abyssocottidae, abyssopelagic |
ἄγαλμα | → agalmatolite, agalmatophilia |
ἀγαθή | → agate, agathodaemon |
ἀγάπη | → agape, agapanthus, agapanthaceae |
ἀγγαρεία | → angary, angaria, angariate |
ἀγγεῖον | → angiosperm, angiocardiography, angiodysplasia... |
ἄγγελος | → archangel, evangelist |
ἄγκιστρον | → ancistrocladus, ancistrocactus, ancistrocheirus |
ἀγκύλος | → angle |
ἄγκυρα | → anchoring, anchorage |
ἀγκώνας | → ancona, ancon, anconal |
ἀγορά | → agoraphobia, agoranomos, agora |
ἀγρός | → agrobiology, agronomics, agrology |
ἆγχος | → αngina, anxious |
ἀγωνία | → agonize, antagonistic, agony |
ἀδάμας | → adamant, adamantine |
ἀδελφός | → adelphopoiesis, adelphous |
ἀέρας | → aerodynamics, aerofoil, aeronautics, aerobic, airplane, airship |
ἀθλητής | → athlete, athletics |
αἰθάλη | → aethalops, ethallobarbital |
αἰθέρας | → ether, ethereal |
αἴγαγρος | → aegagrus, aegagropila |
αἰγιαλός | → aegialornis, aigialosaur, aegialornithidae |
αἰγίς | → aegis |
Aἴγυπτος | → egyptology, egyptologist |
αἴλουρος | → ailurophobia, aelurodon, aeluroscalabotinae |
Aἴολος | → Aeolic, Aeolian, Aeolotropy |
αἴσθηση | → aesthetic, aesthetician, aestheticism, aesthete, aesthetics |
αἰσχύνω | → aeschynanthus, aeschynite |
αἰτία | → etiology, aetiology |
αἰχμή | → aechmophorus, aechmea |
αἰώνας | → eon |
Ἀκαδημία | → academy, academic |
ἄκανθος | → acantharea, acanthite, acanthocephala, acanthocercus... |
ἀκάρι | → acarid, acariasis, acarology |
ἀκμή | → acne, acnestis |
ἀκόλουθος | → anacoluthon, acolyte |
ἀκόνη | → aconitum, paragon |
ἀκούω | → acoustic guitar, acoustic nerve, acoustic theory, acoustics |
ἄκρον | → acrobat, acrocephalus, acrochordidae, acrochordon, acromantula, acronym, acrotomophilia |
ἀκτίνα | → actinium, actinobacteria, actinodine, actinolite... |
ἂκτωρ | → actor |
ἀλάβαστρος | → alabaster |
ἀλλαντοειδής | → allantois, allantoin |
Ἀλέξανδρος | → Alexander, alexipharmic, alexithymia, alexiteric |
ἀλεποῦ | → alopecia |
ἀλεύρι | → aleurone, aleuromancy |
ἄλγος | → -algia, arthralgia, cardialgia, cephalalgia... |
ἀλοιφή | → aliphatic, Aliphatic hydrocarbon |
ἄλκιμος | → analcite |
ἀλληγορία | → allegory |
ἄλληλος | → allelomorph, parallelogram |
ἄλλος | → allochthon, allodium, allodontidae, allogenes... |
ἀλλότροπος | → allotropy, allotropes, allotropism, |
ἄλυσσος | → alyssum, Alyssa |
ἄλφα | → alphabet, alphabetize, alphagram, alphanumeric... |
Ἀμαζών | → Amazon, Amazonomachy, Amazonite, Amazonia |
Ἀμάλθεια | → Amalthea |
ἀμάρανθος | → amaranth, amaranthaceae, amaranthoideae |
Ἀμαρυλλίς | → amaryllis, amaryllidaceae |
ἀμαύρωσις | → amaurosis, amaurophilia, amaurobiidae |
ἀμβλύς | → amblygonite, amblyopia, amblypoda |
ἄμβροτος | → ambrosia, ambrotype |
ἄμβυξ | → alembic, alembication, alembicated |
ἄμβων | → ambo |
ἄμμος | → ammoperdix, ammophila, ammotrechidae |
ἀμμωνία | → ammonia, ammoniacal |
ἀμνός | → amnion, amniotic, amniocentesis, amnioscope, |
ἀμοιβή | → amoeba, amoebic |
ἄμυλον | → amylin, amyloid, amylose, amylopectin, amylase, amyls, amylophagia, amyl |
ἀμυγδαλή | → almond |
ἀμφί | → amphipoda, amphioxus, amphiglossus |
ἀμφορέας | → amphora, ampulla |
ἀμφότερος | → amphoteric |
ἀνά | → anabolism, anachronism, anaplasia |
ἄναξ | → anax |
Ἀνδρομέδα | → Andromeda, Andromeda polifolia |
ἄνεμος | → anemometer, anemoscopy, anemoscope, anemophilous |
ἀνεμώνη | → anemone, sea-anemone |
ἀνεύρισμα | → aneurysm, microaneurysm |
ἄνδρας | → androcentrism, androgen, android, andrologist, andrology, androstephium, androsterone |
ἄνθος | → anthology, anthophyta, anthostema, anthogonium... |
ἄνθρακας | → anthrax, anthracotherium, anthracosauria, anthracosis |
ἄνθρωπος | → anthropology, anthropomorphism, anthropopathy... |
ἀντί | → antibiotic, anticyclone, antidiabetic, antihero... |
ἄντρον | → antrum |
ἄξιος | → axiological, axiology, axiology, axiom... |
ἄξων | → axis, axoneme, axoplasm, axisymmetric |
ἀόριστος | → aoristic, aorist |
ἀορτή | → aortic, aorta |
ἀπάτη | → apatite, apatosaurus |
ἀπό | → apology, apostrophe, apocrypha |
ἀράχνη | → arachnid |
ἄργιλλος | → argillite, argillaceous |
Ἄρης | → areo-, areocentric, areology, areography |
ἀρκῶ | → arc, arcade |
ἀρθρῖτις | → arthritis, osteoarthritis |
ἄρθρον | → arthropod, arthroscopy, arthropathy |
ἀριθμός | → arithmetic, logarithm |
ἄριστος | → aristocracy |
ἄρκτος | → arctic |
ἀρκτοῦρος | → arcturus, arcturis, arcturian |
ἄρτιος | → artiodactyl |
ἀρχαῖος | → archaeology, archetype |
ἀρχή | → archbishop, anarchy, archidiptera, archigram, archipelago... |
ἀρχιτέκτων | → architecture, architect |
ἄρχων | → archon, archosaur, archostemata |
ἄρωμα | → aroma, aromatic compounds |
ἀσθένεια | → asthenia, asthenopia |
ἄσθμα | → asthmatic |
Ἀσία | → |
ἀσπάραγος | → asparagine acid, aspartame, aspartate |
ἀσπίδα | → asp |
ἀστέρι | → asteroid, asterisk |
ἀστράγαλος | → astragalus, astragal |
ἄστρον | → astronomy, astrology, astrophysics, astronaut, astrolabe... |
ἄσυλον | → asylum |
ἀσφυξία | → asphyxiant |
ἀτμόσφαιρα | → atmosphere, atmospheric |
Ἄτλας | → atlas, Atlantic |
ἄτομο | → atomic, atomizer |
Ἀττική | → attic, atticism |
αὐθεντικός | → authentication, authentic |
αὐστηρός | → austerity |
αὐξάνω | → auxin, auxesis, |
αὐτός | → autonomy, automatic |
Ἀφροδίτη | → aphrodisiac, aphrodisia, |
ἀψίδα | → apse, apsis, apsidal, hassium, Diapsida |
ἐγκυκλοπαίδεια | → encyclopedia |
εἰκόνα | → icon, iconicity, iconoclast |
ἔτυμον | → etymology |
εὖ | → eulogy, euphoria |
ἠώς | → eocene |
ἴδιος | → idiolect, idiom, idiot, individual |
ἰχθύς | → ikhthus, ichthyology |
οἶνος | → oenomel |
ὀλίγος | → oligarchy |
ὀξύς | → oxygen |
ὄργανον | → organ, organism |
ὀρθός | → orthography, orthogonal |
ὠόν | → oocyte, oology |
Προσοχή, αὐτὸς ὁ κανόνας δὲν ἰσχύει γιὰ τὰ ἰταλικὰ (οἱ Ἰταλοὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δάντη κιόλας κατάργησαν τὸ h αὐτῶν τῶν λέξεων: eroismo, euristica...).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου