Ἴσως τὸ πιὸ ἀσυνήθιστο γιὰ ὅσους ἔμαθαν ἑλληνικὰ στερούμενοι τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σχεδὸν ὅλες οἱ λέξεις τονίζονται, ἀκόμα καὶ οἱ μονοσύλλαβες.
Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις ποὺ δὲν τονίζονται εἶναι οἱ ἑξῆς 14:
- τὰ ἄρθρα: ὁ, ἡ, οἱ·
- οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες (ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ οὐσιαστικό): μου, σου, του, της, μας, σας, τους. Προσοχή: ὅταν εἶναι προσωπικὲς ἀντωνυμίες (καὶ μπαίνουν πρὶν τὸ ρῆμα) τονίζονται: «ὁ πατέρας μου μοῦ εἶπε», «οἱ δασκαλοί τους τοὺς μάθαιναν», «μᾶς ἀκοῦνε τὰ παιδιά μας;»·
- οἱ προθέσεις ἐκ, ἐν, εἰς, ἐξ. Προσοχή: τὰ ὁμόηχα ἀριθμητικὰ ἓν (= ἕνα), εἷς (= ἕνας) καὶ ἓξ (= ἕξι) τονίζονται·
- ἡ σύμπτυξη κι τοῦ «καὶ»·
- ἡ πρόθεση ὡς (= σὰν). Προσοχή: ὁ σύνδεσμος ὣς (= ἕως, μέχρι) τονίζεται.
Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες μονοσύλλαβες λέξεις τονίζονται.
Ἰδιαίτερη προσοχὴ θέλουν οἱ ἑξῆς πολὺ συχνὲς μονοσύλλαβες λέξεις:
· Παίρνουν ὀξεία (ἢ βαρεία, ὅπως θὰ δοῦμε στὸ Μάθημα 4):
- τὰ ἄρθρα τήν, τό, τόν, τούς, τίς, τά·
- τὰ ἀναφορικὰ ποὺ («ὁ φίλος ποὺ εἶδα») καὶ πὼς («μοῦ εἶπες πὼς τὸν εἶδες»)·
- ὁ διαζευκτικὸς σύνδεσμος ἤ, ποὺ καὶ στὸ μονοτονικὸ τονίζεται.
· Παίρνουν περισπωμένη:
- τὰ ἄρθρα στὴν γενικὴ καὶ στὴν δοτική: τοῦ, τῆς, τῶν, τῷ, τῇ, τοῖς, ταῖς (ἡ δοτικὴ ναὶ μὲν δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν δημοτικὴ ἀλλὰ τὴν βρίσκουμε σὲ πολλὲς ἐκφράσεις ὅπως «Δόξα τῷ Θεῷ», «ἐν πάσῃ περιπτώσει», «ἰδίαις χερσίν», κ.λπ.)·
- τὰ ἐρωτηματικὰ ποῦ («ποῦ μένεις;») καὶ πῶς («πῶς σοῦ φαίνεται;»), ποὺ καὶ στὸ μονοτονικὸ τονίζονται.
Ἐκτὸς αὐτῶν ἔχουμε τὶς ἑξῆς μονοσύλλαβες τονιζόμενες λέξεις:
1. λέξεις τῆς δημοτικῆς:
ἄν, ἄς, βγῶ, βιά, βιός, γειά, γῆ, γῆς, γιά, γιός, γκρί, δά, δέ, δέν, δή, δίς, δρῶ, δυό, δῶ, ζῶ, θά, θειά, θειός, καί, κἄν, λά, λύγξ, μά, μέ, μέν, μές, μὴ, μὴν, μί, μιά, μπὰς καί, μπέζ, μπλέ, μπρός, μπῶ, μῦς, μώβ, νά, ναί, νί, νιά, νιός, νοῦς, ντέ, ντίπ, ντό, ξί, ὄν, πά, πᾶν, πί, πιά, πιό, πλὴν, πλιά, πλιό, πλοῦς, ποιός, πρίν, πρό, πρὸ-πό, πρός, πῦρ, ρό, ρόζ, ροῦς, ρώ, σά, σάν, σβῶ, σέ, σὴς, σί, σιόρ, σόλ, στιά, σύ, σῦν, ταῦ, τί, τρεῖς, τρίς, φά, φί, φῶς, χθές, χί, χτές, ψές, ψί, κ.λπ.
Ὅπως βλέπουμε οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ὀξεία. Στὴν λίστα αὐτὴ περισπωμένη παίρνουν κυρίως τὰ ρήματα βγῶ, δρῶ, δῶ, ζῶ, μπῶ, κ.λπ., (θὰ δοῦμε τὰ ρήματα στὸ Μάθημα 7). Ἐπίσης παίρνουν περισπωμένη κάποιες λέξεις τῆς ἀρχαίας: γῆ, γῆς, μῦς, νοῦς, πᾶν, πλοῦς, πῦρ, ροῦς, σῦν, ταῦ, τρεῖς, φῶς·
2. ξένες λέξεις ποὺ μπῆκαν στὴν γλώσσα μας ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ ἢ τὰ γαλλικά:
ἄλτ, βάλς, βάμπ, βάτ, βίπς, βόλτ, γιέν, γιότ, γκάγκ, γκέλ, γκὲστ στάρ, γκί, γκόλ, γκόλφ, γκρά, γκρὰν πρί, γκράς, γκρίλ, γκρό, γκρὸ πλάν, γκρός, γκρούμ, γκρούπ, δόν, ζέν, ζὶγκ-ζάγκ, ζούμ, κάλτ, κάρστ, κάστ, κάτς, κίλτ, κίτς, κλάμπ, κλίπ, κλόμπ, κλός, κλού, κόκ, κοὺβρ λί, κούλ, κοὺνγκ φού, κούπ, κοὺς κούς, κράκ, κράχ, κρέμ, κρέπ, κρὶς κράφτ, λάκ, λάξ, λούκ, λούξ, λούτρ, μαῖτρ, μάρς, μάτ, μάτς, μὰτς μούτς, μὶξτ γκρίλ, μίς, μόν, μόρς, μούς, μπάκ, μπάρ, μπὰς κλάς, μπέκ, μπίζ, μπίς, μπλόκ, μπλού, μπλοὺ τζίν, μπλούζ, μπόλ, μπόξ, μπόρ, μπρὰ ντὲ φέρ, μπρίκ, μπρίτζ, ντάμπλ, ντόκ, ντού, ντοὺμπλ φάς, ντούς, ντράμς, ὂπ ἂρτ, ὃρ τέξτ, πάζλ, πάλ, πάμπ, πάνκ, πάντς, πάτ, πὲ χά, πὶκ ἂπ, πὶνγκ πόνγκ, πλάζ, πλάξ, πόντς, πόπ, πὸπ ἂρτ, πούφ, πρὲς ρούμ, πρίμ, ράξ, ράπ, ρίνγκ, ρίς, ρόκ, ρὸκ ἒντ ρόλ, ρὸμπ ντὲ σάμπρ, ρούζ, σάξ, σέξ, σέρ, σέρζ, σέτ, σέφ, σίκ, σκέτς, σκί, σκόρ, σκράμπλ, σκράπ, σλίπ, σνάκ, σνὰκ μπάρ, σνάπς, σνόμπ, σόκ, σόρτ, σός, σού, σούτ, σπόρ, σπότ, σπρίντ, στάντ, στάρ, στίκ, στίλ, στόκ, στόπ, στόρ, στράς, στρές, στρέτς, στύλ, τάκτ, τάλκ, τὰμ τάμ, τὰμπλ ντότ, τάνκ, τές, τέστ, τζάζ, τζὰζ μπάντ, τζέτ, τζὲτ σέτ, τζίν, τζίπ, τζοὺκ μπόξ, τίκ, τός, τόστ, τράκ, τράμ, τράνς, τράστ, τρὲντς κότ, τρίκ, τρύκ, τσὲ τσέ, τσέκ, τσίπ, τσίφ, φάν, φάξ, φὰστ φούντ, φίλμ, φίξ, φίς, φλάς, φλὰς μπάκ, φλέρτ, φλίτ, φλός, φλού, φὸξ τρότ, φούλ, φροὺ φρού, χέρτς, χόλ, ψίτ, κ.λπ.
Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις παίρνουν ὀξεία·
3. ἐπιφωνήματα:
ἄχ! βάχ! βούρ! βρέ! ἔ! ἔμ! κίχ! κλάκ! μπά! μπάμ! μπούμ! μπρέ! οὔστ! οὔφ! ὄχ! ρέ! σούτ! τὶκ τάκ τσάκ! φτού! χά! ὤχ!, κ.λπ.
4. καὶ κάποιες ἀρχαῖες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀκόμα σὲ διάφορες ἐκφράσεις:
αἲξ (ἡ γίδα), βοῦς (τὸ βόδι), γὰρ (ἐπειδή), γρῦ (ἡ κραυγὴ τοῦ χοίρου: «δὲν ξέρει γρῦ»), δεῖ (πρέπει), δρῦς (βαλανιδιά), εἰ (ἐὰν), ἓν (ἕνα), ἓξ (ἕξι), ἐς (εἰς), εὖ (καλό), ζῆν (τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς), θοῦ (βάλε, ἀπὸ τὴν ἔκφραση «θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου»), θρὶξ (τρίχα), θρὸς (θρόϊσμα), θροῦς (θρόϊσμα), κλεὶς (κλειδί), μνᾶ (μέτρο βάρους), ναῦς (πλοῖο), νῦν (τώρα), νὺξ (ἡ νύχτα), ὃς (ὁ ὁποῖος), οὐ (ὄχι), οὖς (τὸ αὐτί), παῖς (τὸ παιδί), πᾶς (κάθε), ποῦς (τὸ πόδι), προῖξ (ἡ προίκα), πὺξ λὰξ (μὲ γροθιὲς καὶ κλωτσιές), σὰρξ (ἡ σάρκα), σκὼψ (ὁ γκιόνης), σῦς (ὁ χοῖρος), τὰν (ἀπὸ τὴν ἔκφραση «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τάς»), τίς (ποιός), φεῦ (ἀλοίμονο), φθεὶρ (ἡ ψείρα), φλὲψ (ἡ φλέβα), φλὸξ (ἡ φλόγα), φρὴν (τὸ μυαλό), χεὶρ (τὸ χέρι), χθῶν (ἡ γῆ), χοῦς (τὸ χῶμα), χρῶς (τὸ χρῶμα), κ.λπ.
Ὁ τονισμὸς αὐτῶν τῶν λέξεων εἶναι ποικίλος, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου