Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 και ο στρατηγός Χ. Κατσιμήτρος

Δημήτριος Λιμνιάτης, Αντιστράτηγος ε.α.

(Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», τ. 352, Οκτ. 1997)

Η καθοριστική συμβολή ενός άξιου ηγήτορα, του διοικητή της VII Μεραρχίας Πεζικού, στον θρίαμβο των ελληνικών όπλων. Συμβολή που συνήθως αγνοείται κατά τους εορτασμούς της ιστορικής επετείου.

Από τους πρώτους μήνες του 1939 τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό ουρανό.

Το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1939 η Ιταλία, με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, καταλαμβάνει, με σαθρές αιτιολογίες, την Αλβανία, για ν' αποκα­λύψει έτσι τα επεκτατικά σχέδια της στον χώρο της Χερσονήσου του Αίμου και στη Μεσόγειο.

Η κατάληψη της Αλβανίας και η προώθηση ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς την ελληνοαλβα­νική μεθόριο ήταν φυσικό ν' ανη­συχήσουν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία σπεύδει να ενισχύσει με μικρές μονάδες τους τομείς ευθύνης της VIII Μεραρχίας (Ήπειρος) και της IX Μεραρχίας (Δ. Μακεδονία). Να τονίσουμε ε­δώ ότι από το 1936 έχει γίνει μια μεγάλη προσπάθεια ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων σε ελα­φρύ και βαρύ οπλισμό.

Ο Μουσολίνι, με προσωπικές επιστολές προς τον Ιωάννη Με­ταξά, προσπαθούσε να τον πείσει για τις φιλικές σχέσεις των δύο λαών και ότι η Ιταλία θα σεβόταν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Ο διοικητής της VIII Μεραρ­χίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο οποίος γνωρίζει όλες τις κινήσεις των Ιταλών στο αλβανικό έδαφος, περνάει στιγ­μές αγωνίας γιατί η δύναμη της μεραρχίας είναι ασήμαντη και δεν έχει γίνει καμιά αμυντική ορ­γάνωση του εδάφους. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού δεν το είχε α­πασχολήσει ως το 1939 το ενδεχόμενο ιταλικής επίθεσης από την ξηρά. Γι' αυτό δεν υπήρχε σχέδιο επιχειρήσεων για την α­ντιμετώπιση αυτής της απειλής. Όμως, από το 1914, περίοδο του αγώνα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου για την αυτονομία τους, η Ιταλία έχει αποκαλύψει τα σχέ­δια της για την κυριαρχία της στην Αδριατική και στη χερσόνη­σο του Αίμου.

Οι αγωνίες του Κατσιμήτρου κορυφώνονται όταν την Κυριακή του Πάσχα (9 Απριλίου 1939) έ­λαβε τηλεφωνικά (χωρίς έγγρα­φη επιβεβαίωση) από το ΓΕΣ μια διαταγή «γρίφο» η οποία, μεταξύ των άλλων, περιείχε τούτες τις διαφορούμενες εντολές:

«Η κυβέρνηση εν όψει ενδεχο­μένης εισβολής του ιταλικού στρατού εις ημέτερον έδαφος, ε­ξουσιοδοτεί τον διοικητήν της με­ραρχίας να επιστράτευση ταύτην και δίδει αυτώ εντολήν ν' από­κρουση δια των όπλων πάσαν απόπειραν εισβολής».

Στη διαταγή τονίζεται ιδιαίτε­ρα ότι: «Η επιστράτευσις της μεραρχίας θα ενεργηθή μόνο εν περιπτώσει επιθέσεως σοβαρών ιταλικών δυνάμεων κατά της με­θορίου...» Δηλαδή χρονικά αδύ­νατο, γιατί επιστράτευση στο θέ­ατρο των επιχειρήσεων είναι ανέ­φικτη, εφόσον διεξάγονται επι­χειρήσεις, ή τουλάχιστον είναι ά­καιρη. Ακόμη, στην Ήπειρο δεν υπήρχε οργανωμένη τοποθεσία για την κάλυψη της επιστράτευ­σης με αμυντικό αγώνα.

Ο Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα (σε­λίδες 18-19) γράφει: «Είναι ευνόητον πάσας και ποίας βαρυτάτας ευθύνας δημιουργεί η εντολή αυτή εις τον διοικητήν της Με­ραρχίας, όστις όμως δεν είχε τα μέσα ίνα εκπλήρωση την αποστολήν του». Και συνεχίζει: «Καθ’ όλην την μακράν αυτού στρατιωτ-κήν ζωήν και τους τεσσάρας πο­λέμους εις ους μετέσχεν από του 1912 και εντεύθεν, τους αγώνας και τας μάχας εις ας έλαβε μέ­ρος, ουδέποτε ευρέθη υπό δυ­σμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του».

Ο Χ. Κατσιμήτρος επισκέπτε­ται συχνά τις μονάδες της με­ραρχίας από την Κακαβιά ως την Πρέβεζα, και με ομιλίες του προς τα στελέχη και τους οπλί­τες τονώνει ιδιαίτερα το ηθικό. Δίνει επιτόπου εντολές, κυρίως στα τμήματα προκαλύψεως. Με­ταβάλλει τη Μεραρχία σε εργο­τάξιο αμυντικής οργάνωσης του εδάφους στον βόρειο μα και στον παραλιακό τομέα, αφού η απειλή είναι σχεδόν σφαιρική. Έχει επιλέξει ως κύρια αμυντική προσπάθεια την τοποθεσία Ελαίας. Διαμαρτύρεται εντονότατα προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού για την μη διάθεση επαρκών πιστώσεων για την αμυντική ορ­γάνωση του εδάφους.

Το αμυντικό δόγμα του Γενι­κού Επιτελείου Στρατού και της κυβέρνησης έχει μείνει στις αρ­χές άμυνας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή στη στατική ά­μυνα βασισμένη στην οχύρωση του εδάφους και όχι στην οργά­νωση ευέλικτων και ταχυκίνητων μονάδων. Από τις 4 Μαΐου 1939 συντάχθηκε το σχέδιο IB (Ιταλία -Βουλγαρία) που ιεραρχούσε τις απειλές αντίστροφα: «Βουλγαρία - Ιταλία». Για την αμυντική οργά­νωση του εδάφους από τον Απρίλιο του 1939 ως τον Οκτώ­βριο του 1940 επί συνολικής δα­πάνης 851 εκατ. δραχμών, διετέ­θησαν 769 εκατ. (90,4%) για οχυ­ρωματικά έργα στον βουλγαρι­κό τομέα και 82 εκατ. (9,6%) στον αλβανικό, αν και ήταν πλέον ορατή η ιταλική απειλή.

Η αμυντική οργάνωση του ε­δάφους στην Ήπειρο, για τον στρατηγό Κατσιμήτρο, ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις ε­πιτυχίας του σχεδίου του, μπρο­στά στη συντριπτική υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων. Τον συ­γκινεί ιδιαίτερα η εθελοντική προσφορά εργασίας των κατοί­κων.

Οι απροκάλυπτες πλέον υπο­σχέσεις προς τους Αλβανούς των Μουσολίνι, Τσιάνο και στρα­τάρχη Μπαντόλια, για επέκταση των ορίων της Αλβανίας προς «Τσαμουριά», η προώθηση σοβα­ρών ιταλικών δυνάμεων με επιθε­τική διάταξη, υποχρεώνουν το Γενικό Επιτελείο Στρατού στα τέλη του μηνός Αυγούστου 1939 να διατάξει την μερική αρχικά και καθολική αργότερα (5 Οκτωβρί­ου 1940), επιστράτευση της VIII Μεραρχίας. Να σημειώσουμε ε­δώ ότι οι Ιταλοί «Τσαμουριά» έ­λεγαν την «Θεσπρωτία», γιατί ε­κεί υπήρχε η μειονότητα των Τουρκαλβανών «Τσάμηδων», οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου διέπρα­ξαν βιαιότητες κατά του ελληνι­κού πληθυσμού της περιοχής.

Το 1940 βρίσκει τη Μεραρχία σε πλήρη οργασμό, που καλύ­πτει όλους τους τομείς (οργάνω­ση, εκπαίδευση, αμυντική οργά­νωση του εδάφους, διασπορά α­ποθηκών) από τη μια άκρη ως την άλλη, της πολύ μεγάλης ζώ­νης ευθύνης της.

Ο Μουσολίνι σπεύδει

Η έκρηξη του Δευτέρου Πα­γκοσμίου Πολέμου με την επίθε­ση της Γερμανίας κατά της Πο­λωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939. η ραγδαία εξέλιξη της κα­τάληψης των κρατών της Ευρώ­πης από τη ναζιστική Γερμανία, η οποία, ως το τέλος Μαΐου του 1940, έχει καταλάβει την Πολω­νία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η είσοδος του γερμανικού στρα­τού στη Γαλλία και ο εξαναγκα­σμός των Άγγλων να τραπούν προς την Δουνκέρκη, δίνουν την εικόνα της επερχόμενης συμφο­ράς της Ευρώπης.

Έκπληκτος ο Μουσολίνι από την απρόοπτη αυτή ταχύτητα της εξέλιξης της κατάστασης υ­πέρ της Γερμανίας, σπεύδει στις 10 Ιουνίου 1940 να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία έχει σχεδόν κα­ταρρεύσει, γιατί φοβάται ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυ­τός να βρίσκεται στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου μας.

Με την κατάρρευση της Γαλ­λίας και την υπογραφή της ανα­κωχής στις 22 Ιουνίου 1940 μετα­ξύ Γαλλίας και Γερμανίας και στις 24 Ιουνίου μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας, η Ιταλία βγάζει τη μά­σκα της προσποιητής ειρηνοφιλίας με την Ελλάδα και γίνεται α­πειλητική.

Ο ιταλικός Τύπος κατηγορεί την Ελλάδα ότι δήθεν συνεργά­ζεται με την Αγγλία και την απει­λεί με δράση. Από 12 Ιουλίου μέ­χρι 6 Αυγούστου ιταλικά βομ­βαρδιστικά αεροπλάνα προ­σβάλλουν χωρίς επιτυχία το βοη­θητικό πλοίο του Στόλου Ωρίων και το αντιτορπιλικό Ύδρα στον Κόλπο Κισσάμου της Κρήτης. Βομβαρδίζουν, πάλι χωρίς επιτυ­χία, τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Τέ­λος, ο τορπιλισμός της Έλλης (2.115 τόνων), στις 15 Αυγού­στου 1940 στο λιμάνι της Τήνου, ήταν πια η κατηγορηματική δια­πίστωση της επικείμενης επίθε­σης κατά της Ελλάδας.

Τον τορπιλισμό της Έλλης από ιταλικό αντιτορπιλικό αποκαλύ­πτει στο Ημερολόγιό του ο κό­μης Τσιάνο, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες στον «ανισόρροπο (έτσι τον αποκαλεί) Ιταλό διοικη­τή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι».

Η εγκληματική αυτή ιταλική ε­νέργεια βύθισε σε βαθιά θλίψη ο­λόκληρο τον ελληνικό λαό, ταυ­τόχρονα όμως ξεσήκωσε το μί­σος κατά των Ιταλών. Η διαίσθη­σή του δεν του άφηνε αμφιβο­λίες ότι οι εγκληματίες ήταν οι Ιταλοί, αν και η κυβέρνηση, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, δεν αποκάλυψε τις αποδείξεις του εξεταστικού πορίσματος.

Οι δυνάμεις των αντιπάλων

Λίγο πριν από την εισβολή, η διάταξη των δυνάμεων είχε ως ε­ξής:

Ιταλικές Δυνάμεις:

Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση: Διοικητής στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.

Το XXV Σώμα Στρατού. Διοικη­τής στρατηγός Κάρλο Ρόσσι. Τέσσερις μεραρχίες (η 23η «Φερράρα», η 51η «Σιένα», η 131η Τ«Κενταύρων» και μια μεραρχία ιππικού). Συνολική δύ­ναμη 42.000 άνδρες περίπου.

Το XXVI Σώμα Στρατού. Διοικη­τής στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Τέσσερις μεραρχίες (η 49η «Πάρμα», η 29η «Πιεμόντε», η 19η «Βενέτσια» και η 53η «Αρέτζο»). Συνολική δύναμη 44.000 άν­δρες περίπου.

Μεταξύ των δύο σωμάτων στρατού στον Τομέα της Πίνδου. 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».

Γενικό σύνολο: 59 τάγματα πε­ζικού, 135 πυροβολαρχίες (23 βαριές), 150 άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, έξι τάγματα όλμων και ένα τάγμα πολυβόλων.

Ελληνικές δυνάμεις:

Θέατρο επιχειρήσεων Ηπεί­ρου.

VIII Μεραρχία Πεζικού: Διοικη­τής υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος, και το στρατηγείο της III Ταξιαρχίας Πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη πεζικού Γιατζή Δημήτριο. Συνολικά περιλάμβανε: τέσσε­ρις διοικήσεις συνταγμάτων πεζι­κού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυ­ροβολαρχίες, πέντε ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, δύο τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία πολυβολαρχία βαρέων πολυ­βόλων, μία μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας (κι­νούμενο από την Αιτωλοακαρνα­νία προς Ήπειρο).

Στις 12 Οκτωβρίου 1940: Τέθηκε στη διάθεση της με­ραρχίας ο υποστράτηγος Λιούμπας Ν. στον οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα της Θεσπρω­τίας. Έφθασε μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία (τρία πυροβόλα), η οποία διατέθηκε για την προ­στασία των Ιωαννίνων. Συμπληρώθηκαν οι διοικήσεις της Μεραρχίας ως ακολούθως: Αρχηγός Πεζικού Μεραρχίας: σ/χης Ντρες Γεώργιος. Διοικητής του 4ου Συν/τος Πεζι­κού: σ/χης Παπαδόπουλος Κ. Διοικητής του 40ού Συν/τος Ευζώνων: σ/χης Τσακαλώτος Θρ.

Στις 27 Οκτωβρίου 1940 η VIII Μεραρχία έχει συμπληρώσει την επιστράτευσή της.

Θέατρο επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας.

Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μα­κεδονίας (ΤΣΔΜ): Διοικητής αντι­στράτηγος Πιτσίκας Ιωάννης (έ­δρα Κοζάνη).

Το Β' Σώμα Στρατού: Διοικητής αντιστράτηγος Παπαδόπουλος Δημήτριος με τις: Ι Μεραρχία: διοικητής υπο­στράτηγος Βραχνός Δημήτριος, IX Μεραρχία: διοικητής υπο­στράτηγος Ζυγούρης Χρίστος, V Ταξιαρχία Πεζικού: διοικητής συ­νταγματάρχης Πεζικού Καλής Αναστάσιος, IX Συνοριακό Το­μέα.

Το Γ' Σώμα Στρατού: διοικητής αντιστράτηγος Τσολάκογλου Γεώργιος (έδρα Θεσσαλονίκη), με τις: Χ Μεραρχία: διοικητής υ­ποστράτηγος Κίτσος Χρίστος, XI Μεραρχία: διοικητής συνταγμα­τάρχης Πυροβολικού Κώσταλος Γεώργιος: IV Ταξιαρχία Πεζικού, διοικητής υποστράτηγος Μετα­ξάς Αγαμέμνονας και τους IX, Χ και XI Συνοριακούς Τομείς.

Το Απόσπασμα Πίνδου: Διοικη­τής ο έφεδρος, εκ μονίμων, συ­νταγματάρχης Δαβάκης Κωνστα­ντίνος (Επταχώρι). Τομέας Ευθύ­νης: Μεταξύ του δεξιού της VIII Μεραρχίας και του αριστερού της IX Μεραρχίας (Ανάπτυγμα ΖΕ 37 χιλιόμετρα περίπου). Περιε­λάμβανε: Το 51 Σύνταγμα Πεζι­κού (μείον), μία ορειβατική πυροβολαρχία 75 χιλ., έναν ουλαμό πυροβολικού συνοδείας των 65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού. Εί­χε σοβαρές ελλείψεις σε οπλι­σμό, ιματισμό, υπόδηση και εφε­δρικά πυρομαχικά. Από οκτώ δι­οικητές λόχων δύο ήταν ανθυπολοχαγοί και δύο έφεδροι λοχα­γοί. Από τους 32 διμοιρίτες τρεις μόνο ήταν μόνιμοι.

Συνολική ελληνική δύναμη: Τριάντα εννέα τάγματα πεζι­κού, 40½ πυροβολαρχίες διαφό­ρων διαμετρημάτων. Περίπου δύναμη 35.000 άνδρες.

Σύγκριση δυνάμεων

Στην Ήπειρο: Έναντι των 22 ταγμάτων πεζικού, τριών συνταγ­μάτων ιππικού, 61 πυροβολαρ­χιών (18 βαριές) και 90 αρμάτων μάχης του XXV Ιταλικού Σώματος Στρατού, υπήρχαν 15 τάγμα­τα πεζικού, μια ομάδα αναγνωρί­σεως και 16 πυροβολαρχίες (δύο μόνο βαριές), της VIII Μεραρ­χίας.

Στην Πίνδο: Έναντι πέντε ταγ­μάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού της Ιταλικής Μεραρχίας Αλπινι­στών, υπήρχαν δύο τάγματα πε­ζικού, μία ίλη ιππικού και μιάμιση πυροβολαρχία του αποσπάσμα­τος Πίνδου.

Στη Δυτική Μακεδονία: Έναντι 17 ταγμάτων πεζικού, μίας ίλης ιππικού, 24 πυροβολαρχιών (5 βαριές) και 10 αρμάτων μάχης του XXVI Ιταλικού Σώματος Στρατού, υπήρχαν 22 τάγματα πεζικού, δύο ομάδες αναγνωρί­σεως και 22 πυροβολαρχίες (ε­πτά βαριές) του ΤΣΔΜ.

Συμπεράσματα: Στην Ήπειρο ήταν συντριπτική η υπεροχή των Ιταλών σε πυρο­βολικό και άρματα. Στην περιοχή Δυτικής Μακεδονίας οι μονάδες ήταν ισοδύναμες με μικρή υπε­ροχή των ελληνικών. Στην περιο­χή της Πίνδου οι Ιταλοί υπερτε­ρούσαν, σε αναλογίες 1:2 περί­που στο πεζικό και 1:4 στο πυρο­βολικό.

Να επισημάνουμε και τα ακό­λουθα:

Η ασφάλεια των ακτών μας ή­ταν επισφαλής, γιατί η ιταλική υ­περοχή του ναυτικού ήταν συ­ντριπτική. Στηριζόμαστε μόνο στις ναυτικές δυνάμεις της Μ. Βρετανίας και στις δεσμεύσεις της Ιταλίας με τη Λιβύη.

Στην αεροπορία, η ιταλική είχε την κυριαρχία αέρος σ' ολόκλη­ρο τον ελληνικό και αλβανικό χώ­ρο. Έναντι 400 αεροσκαφών της ιταλικής αεροπορίας διαθέταμε 143 αεροσκάφη παλαιού τύπου και μικρής αποδόσεως. Τα 65 διαφόρων αποστολών (βομβαρ­διστικά κ.λπ.) ήταν σε καλή κατά­σταση. (Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941 της Διεύθυνσης Ιστορίας του Γενι­κού Επιτελείου Στρατού). Να προσθέσουμε ακόμη ότι: Η αμυντική οργάνωση του ελ­ληνικού εδάφους, κυρίως στην Ήπειρο, με τις έντονες προσπά­θειες της VIII Μεραρχίας, το δύ­σβατο του εδάφους με τα περιο­ρισμένα δρομολόγια και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ήταν αρνητικοί παράγοντες για τις επι­θετικές επιχειρήσεις των Ιταλών. Το στρατηγικό συμπέρασμα ή­ταν ότι η έκβαση των επιχειρήσε­ων κυρίως στην Ήπειρο (τοποθε­σία Ελαίας-Καλαμά) ήταν υπό­θεση τόλμης και αντοχής του προσωπικού της VIII Μεραρχίας, τις 5-10 πρώτες ημέρες, γιατί, με τον ερχομό των ενισχύσεων και την πτώση του ηθικού των Ιτα­λών (επακόλουθο της αποτυ­χίας), η πλάστιγγα της νίκης θα έγερνε υπέρ των ελληνικών δυ­νάμεων. Αυτό πέτυχε η VIII Με­ραρχία με διοικητή τον γεναίο υποστράτηγο Χ. Κατσιμήτρο. Το πώς φτάσαμε σ' αυτή την κο­σμοϊστορική επιτυχία θα το δού­με στη συνέχεια.

Αποστολή της VIII Μεραρχίας

Όταν από τα επίσημα αρχεία διαβάσεις την αποστολή που δό­θηκε στη Μεραρχία και έχεις έ­στω και υποτυπώδεις γνώσεις τακτικής και στρατηγικής, σου είναι αδύνατον να πιστέψεις ότι μια τέτοια «αποστολή» δόθηκε α­πό το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με υπογραφή του τότε αρχηγού Αλέξανδρου Παπάγου. Μέσα α­πό τρία σχέδια επιχειρήσεων (τα IB, ΙΒα και ΙΒβ) και τις προφορι­κές οδηγίες του αρχηγού ΓΕΣ προς τον διοικητή της Μεραρ­χίας, που μετέφερε ο ταγματάρ­χης Γρίβας Γεώργιος, επιτελής του ΓΕΣ (πήγε αεροπορικώς στα Γιάννινα στις 24.8.1940), σταχυο­λογώ τις κύριες εντολές:

«Αι δυνάμεις Ηπείρου έχουν ως αποστολήν:

Την κάλυψιν του αριστερού του θεάτρου της Δυτικής Μακε­δονίας από της γενικής κατευθύν­σεως Ιωάννινα-Ζυγός Μετσόβου.

Την απόφραξιν των προς Αιτωλοακαρνανίαν εξ Ηπείρου αγουσών οδεύσεων (κυρία προ­σπάθεια).

Την απαγόρευση κατά το δυ­νατόν της υπό του αντιπάλου κα­ταλήψεως της ηπειρωτικής ακτής και του ελέγχου των στενών Κερ­κύρας - Ηγουμενίτσας».

Στις αλλεπάλληλες διαταγές και οδηγίες του ΓΕΣ προς την Μεραρχία υπήρχαν και τα ακό­λουθα:

...Η κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της μεραρχίας νί­κας... Αναμένει όμως εκ ταύτης να σώση την τιμήν των ελληνικών όπλων.

...Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφί­σταται και δέον να εξασφαλίσητε... τα νώτα σας.

...Η Μεραρχία να μην υπολογ-ζη επί μεταφορών των μονάδων της δια ταχυκινήτων μέσων.

...Η απώλεια του εθνικού εδά­φους δεν θα είχε τόση σημασία, όση θα είχε η αποκοπή δυνάμεων Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας από των προς Θεσσσαλία και Αιτωλο­ακαρνανία συγκοινωνιών.

Αυτά τα διαδοχικά σχέδια, δια­ταγές και οδηγίες, δημιουργού­σαν τεράστιες ευθύνες στον διοι­κητή της μεραρχίας. Μόνο μια στρατηγική μ. μονάδα (Σώμα Στρατού και άνω) θα μπορούσε ν' αντα­ποκριθεί σ' αυτόν το διμέτωπο αγώ­να από του όρους Γκαμήλα μέχρι του Ιονίου Πελά­γους (Ηγουμενίτσα), βάθους 80 περίπου χιλιομέτρων, και από της Ηγουμενίτσας μέχρι και του Αμβρακικού Κόλπου, του ιδίου περίπου αναπτύγματος.

Ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, πέρα από τις γνώσεις του (απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου), γνωρίζει άριστα τα προβλήματα της διοικήσεως ως διοικητής μονάδων και μεγά­λων μονάδων. Έχει σπουδάσει την τακτική και τη στρατηγική στα πεδία των μαχών τεσσάρων πολέμων (τραυματίας στη Μ. Ασία). Κοσμείται δε με τα προσό­ντα ενός τέλειου ηγήτορα, προβληματίζεται αλλά δεν αιφνιδιά­ζεται. Τούτες τις κα­θοριστικές στιγμές της ζωής του ακούει το κάλε­σμα της μοίρας και δεν υποτάσ­σεται στο ριζικό της. Είναι ο «εκλεκτός», και όχι ο «κλητός», ο ευθυνόφοβος, ο ηττοπαθής. Γνωρίζει άριστα τις συνθήκες, τα χαρακτηριστικά του θεάτρου επι­χειρήσεων Ηπείρου και το προ­σωπικό της Μεραρχίας, το σύνο­λο του οποίου είναι Ηπειρώτες. Είναι διοικητής της Μεραρχίας από το 1938.

Έχει εκτιμήσει σωστά τις κα­ταστροφικές συνέπειες σε περί­πτωση επιβραδυντικού αγώνα και εγκατάλειψης της Ηπείρου. Απέκλεισε κατηγορηματικά την αναδίπλωση της Μεραρχίας επί της γραμμής Ζυγός Μετσόβου-Άραχθος Ποταμός. Παίρνει εκεί­νος τις δικές του αποφάσεις.

«Η Μεραρχία έχει την απόφασιν να παρασύρη τον αντίπαλον επί της οργανωμένης κατά το μάλλον και ήττον τοποθεσίας της Ελαίας και αφού επιφέρει εις τούτον φθοράν, δια γενικής αντεπιθέσεως θα επιδιώξη να τον α­πορρίψη πέραν των ουνόρων, αποκόπτουσα αυτόν από τας γραμμάς συγκοινωνιών και ανε­φοδιασμού του».

Αυτά γράφει ο υποστράτηγος Χαρ. Κατσιμήτρος στη διαταγή του της 23ης Σεπτεμβρίου 1940. Νέες οδηγίες του Γενικού Επι­τελείου Στρατού, οι οποίες συνε­χίζουν να φωτογραφίζουν την έλ­λειψη αποφασιστικότητας και έ­να βαθμό ηττοπάθειας, δεν κλο­νίζουν την απόφαση του διοικητή της VIII Μεραρχίας.

Ιταλική επίθεση: 28 Οκτωβρίου 1940

Κατά την επεξεργασία των πληροφοριών που έφτασαν στις 27 Οκτωβρίου 1940 (ημέρα Κυ­ριακή) στο στρατηγείο της VIII Μεραρχίας από το άρτια οργα­νωμένο σχέδιο αναζήτησης και συλλογής πληροφοριών, ο διοικητής της Μεραρχίας με τους βασικούς επιτελείς του (επιτελάρχη αν/χη Δρίβα Χαρ., αρ­χηγό Πυροβολικού συνταγματάρχη Μαυρογιάννη Π., δ/ντή 3ου επιτελ. γραφείου ταγ/ρχη Πετρουτσόπουλο Π.), κατέληξαν στο συμπέρασμα της εκδήλωσης ιταλικής επίθεσης την επομένη, 28η Οκτωβρίου 1940.

Ο διοικητής της Μεραρχίας, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με το ΓΕΣ (αν/χη Κορώζη) στις 27.10.1940 μεταβίβασε τα ακό­λουθα: «Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα ε­πιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του Γ.Ε.Σ. Δύνο­μαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι».

Αυτό το ιστορικό τηλεφώνημα επιβραβεύει την αυτοπεποίθηση και την γενναιότητα, ειδικά γνω­ρίσματα του υποστράτηγου Χα­ράλαμπου Κατσιμήτρου.

«Δηλαδή έχουμε πόλεμο»

Είναι γνωστή ή πρέπει να είναι γνωστή η επίδοση τελεσιγρά­φου, από τον πρεσβευτή της Ιτα­λίας στην Αθήνα Γκράτσι, την 03:00 ώρα της 28ης Οκτωβρίου 1940 στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, με το οποίο η ιταλική κυβέρνηση ζη­τούσε να καταλάβει ο στρατός της ορισμένες στρατηγικές θέ­σεις στον ελληνικό χώρο, τις ο­ποίες δεν προσδιόριζε.

Αν κοιτάξουμε ερευνητικά το κείμενο αυτού του ιταμού τελεσι­γράφου, με την τρίωρη προθε­σμία αποδοχής ή απόρριψης των όρων, θα διαπιστώσουμε ότι με οποιαδήποτε απάντηση οι Ιταλοί είχαν ήδη αποφασίσει την κήρυ­ξη πολέμου κατά της Ελλάδας, Αυτό το επισήμανε ο Μεταξάς με την παρατήρηση που έκανε στον Ιταλό πρεσβευτή αμέσως μετά από την ανάγνωση του κείμενου. Του είπε ξεκάθαρα: «Δηλαδή έ­χουμε πόλεμο!».

Ο Μεταξάς, χωρίς να συμβου­λευθεί τον βασιλιά Γεώργιο, είπε το ιστορικό ΟΧΙ στα αιτήματα των Ιταλών. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ερχόταν σε πλήρη αρ­μονία με την θέληση του δοκιμα­σμένου από τη δικτατορία ελληνικού λαού. Η οργή και η αγανάκτηση για τον τορπιλισμό της Έλλης είχε οδηγήσει σε καθολική εθνι­κή ενότητα.

Η άρνηση του πρωθυπουργού να αποδεχθεί τις ιταλικές απαιτή­σεις ήταν το αποτέλεσμα μιας ορθολογιστικής εκτίμησης των συμφερόντων της χώρας. Πρέ­πει να αποδεχθούμε χωρίς υστε­ροβουλίες ότι με αυτή την από­φαση αποφύγαμε ένα νέο διχα­σμό, πολύ χειρότερο από εκείνον της περιόδου 1916-1922, με την γνωστή τραγική του κατάληξη. Εδώ ακριβώς γεννιέται το πελώ­ριο ερώτημα: Οι ορθολογιστικές εκτιμήσεις του Ι. Μεταξά, που τον οδήγησαν στην απόφαση της αρνητικής απάντησης στις α­παιτήσεις της Ιταλίας, ήταν ακρι­βώς όμοιες με εκείνες του Ε. Βε­νιζέλου για τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στην εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου· γιατί λοι­πόν πολέμησε τον εθνάρχη τότε, με ξέσπασμα της διαμάχης τον εθνικό διχασμό; Είναι μάλλον βέ­βαιο ότι οι οδυνηρές εμπειρίες του από την περίοδο 1914-1922 είχαν επηρεάσει τους προσανα­τολισμούς του.

Με την κήρυξη της γενικής ε­πιστράτευσης από τα σπίτια τους, από την εξορία (το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας ήταν εξο­ρία στα νησιά), από τις φυλακές (ήταν ασφυκτικά γεμάτες από α­ντιφρονούντες), από το χωράφι, από το γραφείο, όλοι οι Έλληνες κρεμάστηκαν κυριολεκτικά σε κάθε μέσον συγκοινωνίας για να φτάσουν το συντομότερο στο μέτωπο.

Η μοίρα είχε διαλέξει τη Με­ραρχία Ηπείρου (VIII Μεραρχία), μόνη από τις μεγάλες μονάδες, να υπερασπιστεί την τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της πατρί­δας εναντίον εχθρού με ασύγκρι­τα περισσότερες δυνάμεις και με αντίθετες αποφάσεις ως προς την εκπλήρωση αυτής της απο­στολής, μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου (έδρα το ξενοδο­χείο Μ. Βρετανία στην Αθήνα) και του διοικητή της Μεραρχίας, ο ο­ποίος από την πρώτη ημέρα της έναρξης των επιχειρήσεων εγκα­τέστησε το στρατηγείο του στη θέση Βρύση-Πασσά (10 χιλιόμετρα νότια από το Καλπάκι).

Στις 05:30 της 28ης Οκτωβρί­ου τα ιταλικά στρατεύματα, μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου, παραβίασαν την ελ­ληνική μεθόριο στην περιοχή Πίνδου - Ηπείρου.

Τα τμήματα προκάλυψης στον τομέα της Ηπείρου, μετά από διήμερο (28-29) σκληρό επιβρα­δυντικό αγώνα, μπήκαν στην κύ­ρια αμυντική τοποθεσία και εγκα­ταστάθηκαν σε προβλεπόμενες από το σχέδιο επιχειρήσεων θέ­σεις για την ανασυγκρότηση τους.

Κατά το διήμερο 28-29 Οκτω­βρίου, στον τομέα της Πίνδου δημιουργήθηκε σοβαρή κατά­σταση. Οι λίγες δυνάμεις του α­ποσπάσματος Πίνδου δεν μπόρε­σαν ν' αναχαιτίσουν τις ισχυρές δυνάμεις της Μεραρχίας «Τζούλια». Δημιουργήθηκε ρήγμα, κυ­ρίως την κοιλάδα του Αώου, το οποίο αποκάλυπτε το πλευρό των μονάδων του θεάτρου επι­χειρήσεων Ηπείρου. Τα ιταλικά τμήματα έφθαναν ως τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα. Το απόσπασμα Πίνδου, με διοι­κητή τον έφεδρο εκ μονίμων (α­νακλήθηκε τον Αύγουστο του 1940 στην ενεργό υπηρεσία) συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβά­κη, δεν μπόρεσε να κρατήσει τις επιθέσεις της μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια». Την 1η Νοεμβρί­ου είχε την ατυχία να τραυματι­στεί σοβαρά και να αποχωρήσει. Την διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης πανάξιος ηγήτορας, ταγματάρχης τό­τε, Ιωάννης Καραβίας.

Άνευ ιδέας αποχωρήσεως

Στις 30 Οκτωβρίου το Γενικό Στρατηγείο, με προσωπική δια­ταγή προς τον διοικητή της VIII Μεραρχίας, του επισημαίνει τα ακόλουθα:

«Να έχετε πάντοτε υπόψη σας ότι η αποστολή της Μεραρχίας είναι η κάλυψη του θεάτρου της Δυτ. Μακεδονίας από την γενική κατεύθυνση Ιωάννινα-Ζυγός και η απόφραξη των δρομολογίων α­πό την Ήπειρο προς Αιτωλοα­καρνανία (...) Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδά­φους στην Ήπειρο δεν πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν προ­βληματική την εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής».

Ο διοικητής της Μεραρχίας, α­φού ανακοίνωσε την διαταγή του Γεν. Στρατηγείου στους διοικη­τές των τομέων Νεγράδων και Καλαμά, με έγγραφη απόρρητη διαταγή τους έκανε γνωστό ότι εξακολουθεί να εμμένει στην α­πόφαση του ν' αντιτάξει σταθερή άμυνα στην οργανωμένη τοποθε­σία της Ελαίας άνευ ιδέας υποχωρήσεως. Για την αντιμετώπιση της απειλής από τις ορεινές δια­βάσεις του όρους Σμόλικα έδω­σε εντολή αναδίπλωσης στον υ­ποτομέα του Αώου και στο από­σπασμα Μετσόβου, το οποίο είχε διατεθεί στη Μεραρχία από την 31η Αυγούστου.

Σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης, ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος, ηγέτης αλλά και οικογενει­άρχης, νηφάλιος και ατάραχος, γράφει στην αγαπημένη σύζυγό του, μέσα από το αμπρί του, που είναι κοντά στο Καλπάκι:

Τ.Τ. 712 τη 30ή Οκτωβρίου 1940

«Αγαπημένη μου Ελένη,

»Μην ανηυχής, καλά πάνε τα πράγματα. Το σχέδιόν μου εφαρ­μόζεται όπως έχει καθορισθή εκ των προτέρων, μην πιστεύης καμμίαν διάδοσιν, γιατί όλα είναι φήμαι αδέσποτοι.

»Κρατάμε καλά και εντός ολίγou θα τους κανονίσωμε όπως χρειάζεται. Εξαιρετική είναι η δράσις του πυροβολικού μας το οποίοv έχει καταστρέψει αρκετά άρματα μάχης του εχθρού και το βαρύ πυροβολικό του το εσίγησε.

Σε ασπάζομαι

Χαράλαμπος»

Διαπίστω ση, από τις λίγες αυτές γραμμές, είναι η ακλόνητη εμμονή του στην αρχική του απόφαση. (Το απόκομμα της επιστολής είναι ευγενική προσφορά του γιου του στρατηγού, υποστράτηγου ε.α. Γεωργίου Κατσιμήτρου).

Πρέπει να επισημανθεί η συμβολή, σε αυτό το απίστευτο κατόρθωμα, μιας φούχτας Ελλήνων, του διοικητή της Ι Μεραρχίας τότε υποστρατήγου Βασιλείου Βραχνού. Στις 30 Οκτωβρίου, στις κρίσιμες ώρες της μάχης της Πίνδου, πήγε ο ίδιος με μέρος του επιτελείου του στο Επταχώριο και ανέλαβε τη διοί­κηση όλων των μονάδων στον τομέα εκείνο.

Ο διοικητής των ιταλικών δυ­νάμεων στην Αλβανία, στρατη­γός Βισκόντι Πράσκα, είχε διαβε­βαιώσει τον Μουσολίνι στις 15 Οκτωβρίου 1940, ημέρα απόφα­σης της ιταλικής κυβέρνησης για την επίθεση κατά της Ελλάδας, ότι η ιταλική επίθεση θα δώσει την εντύπωση μιας συντριπτικής θυέλλης.

Δύο μεραρχίες, η Μεραρχία «Κενταύρων» και η Μεραρχία «Φεράρα», με την υποστήριξη της αεροπορίας και τον καταιγι­σμό πυρών πυροβολικού, που αργότερα ενισχύθηκαν από τρεις ακόμη επίλεκτες μ. μονά­δες, επί 12 ημέρες δεν θα μπο­ρέσουν να διαρρήξουν την τοπο­θεσία Ελαίας. Θα δουν τα άρμα­τα τους κατεστραμμένα και γκρεμισμένα σε παγίδες της α­ντιαρματικής οργάνωσης που φωτογραφίζει το ελληνικό δαιμό­νιο. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη στρατιωτική ιστορία το φαινόμενο, μόνο το πυροβολικό να τρέπει σε φυγή μονάδες αρμάτων και πεζικού σε βάθος 20 χιλιομέτρων. Κάποια διείσδυση των Ιταλών στον τομέα της Θε­σπρωτίας θ’ ανακοπεί στον ποτα­μό Αχέροντα.

Η 13η Νοεμβρίου βρίσκει τις ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο να έχουν καταλά­βει το μεγαλύτερο τμήμα του ε­θνικού μας εδάφους. Στη ΒΔ Μα­κεδονία να βρίσκονται μέσα στο αλβανικό έδαφος (Βορείου Ηπεί­ρου), έτοιμες να καταλάβουν τον ορεινό όγκο της Μόροβας και τον κόμβο των συγκοινωνιών της Κορυτσάς.

Το ηθικό των ελληνικών δυνά­μεων έχει ανέβει κατακόρυφα. Αντίθετα, το προσωπικό των ιταλικών μονάδων βρίσκεται ψυχικά σε απελπιστική κατάσταση. Ο δε αλαζόνας στρατηγός Πράσκα α­ντικαταστάθηκε ως ανίκανος, α­πό τον στρατηγό Σοντού, που και εκείνος αργότερα αντικαταστά­θηκε με το ίδιο αιτιολογικό.

Στην ίδια περίοδο επιστρατεύ­θηκαν, για το θέατρο επιχειρήσε­ων της Αλβανίας, 11 μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες πεζικού, μία μεραρχία και μία ταξιαρχία ιππι­κού. Συνολική δύναμη μαζί με τις μη μεραρχιακές μονάδες 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη περίπου. Το σύνολο των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, με την άφιξη νέων ενισχύσεων, ήταν δύο στρατιές, 240-250 χιλιάδες άνδρες περί­που.

Από αυτή τη στιγμή το άστρο της νίκης φωτίζει τα ελληνικά ό­πλα και ο απόηχος του έπους συγκλονίζει τον τότε φοβισμένο κόσμο μας.

Η ελληνική αντεπίθεση

Ούτε η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου, κυρίως σε οπλι­σμό, αεροπορία και μέσα μετα­φοράς, ούτε οι αντίξοες καιρικές συνθήκες (βαρύς χειμώνας), ού­τε το δύσβατο του εδάφους, ού­τε οι φοβερές δυσχέρειες ανεφοδιασμού εμπόδισαν τον στρα­τό μας να αναλάβει γενική αντε­πίθεση για την κατάληψη και α­πελευθέρωση της Β. Ηπείρου.

Στον Νότιο Τομέα, το Α' Σ.Σ. κατέλαβε τους Αγ. Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρρα και άνοιξε τον δρόμο για την προέ­λαση προς Αυλώνα.

Στον Κεντρικό Τομέα, το Β' Σ.Σ. κατέλαβε την Πρεμετή και στο τέλος Δεκεμβρίου έφτασε 15 χιλιόμετρα ανατολικά από την Κλεισούρα, την οποία κατέλαβε αργότερα.

Στον Βόρειο Τομέα, το ΤΣΔΜ (Γ' και Ε' Σ.Σ.) κατέλαβε τον ο­ρεινό όγκο Μόροβας - Ιβάν, το Πόγραδετς και εξασφάλισε από δυτικά το υψίπεδο της Κορυ­τσάς, την οποία κατέλαβε αργό­τερα.

Τα ελληνικά στρατεύματα κα­τάφεραν να προελάσουν, μέσα σε ενάμιση μήνα, στο έδαφος της Β. Ηπείρου από 30 ως 80 χιλιόμε­τρα, μέσω ορεινών δρομολογίων. Δεν χρησιμοποιούσαν τους πεδι­νούς χώρους γιατί δεν είχαν τε­θωρακισμένα και οχήματα.

«Εαρινή επίθεση»

Ο σκληρός χειμώνας αναγκά­ζει τα ελληνικά στρατεύματα να ανακόψουν την προέλασή τους, η οποία είχε ως τελικό αντικειμε­νικό σκοπό την απόρριψη των Ιταλών στη θάλασσα. Ο Μουσο­λίνι, που γνωρίζει την επικείμενη επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδας, για να εξευμενίσει τον Χίτλερ αποφασίζει την εξαπόλυ­ση γενικής αντεπίθεσης στις 9 Μαρτίου 1941 με 10 μεραρχίες. Την αντεπίθεση παρακολουθεί ο ίδιος από το ύψωμα Καμάριτ (Γκλάβα).

Όμως και αυτή τη φορά το α­κατάβλητο θάρρος και το πνεύ­μα αυτοθυσίας των ελληνικών στρατευμάτων τον απογοητεύ­ουν, γιατί δεν παραχωρούν ούτε μια σπιθαμή εδάφους. Η αντεπί­θεση στις 25 Μαρτίου εκφυλίζε­ται και ο Μουσολίνι ταπεινωμέ­νος φεύγει από τα Τίρανα για την Ιταλία με πρόθεση να την επανα­λάβει. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 θα ματαιώσει τα σχέδιά του.

Στις 6 Απριλίου 1941 η μικρή Ελλάδα δεν θα διστάσει να πει και δεύτερο ΟΧΙ στην παντοδύ­ναμη Γερμανία. Οι Γερμανοί θα περάσουν, όχι όμως από τα οχυ­ρά της ελληνοβουλγαρικής με­θορίου. Εκείνα θα μείνουν απόρ­θητα, για να αναγκάσουν τον γερμανικό στρατό να «παρουσιά­σει όπλα» προς τιμήν των υπερασπιστών τους, όταν όλα έχουν τελειώσει.

Ο δραματικός επίλογος αυτού του πολυαίμακτου για την Ελλά­δα πολέμου, που σημαδεύει και το μεγαλείο της θυσίας για τα σύμβολα της πατρίδας και για τις ανθρώπινες αξίες, θα γραφεί στις 27 Απριλίου 1941 στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Κοντά στο μεσημέρι αυτής της ανοιξιά­τικης ημέρας, ένα γερμανικό τμήμα θα φτάσει στην Ακρόπο­λη. Εκεί υπάρχει ο Έλληνας στρατιώτης, φρουρός της γαλα­νόλευκης που κυματίζει ακόμη ανέμελη στον αττικό ουρανό.

Αυτό που ακολούθησε, όταν κάποιος στρατιώτης Γερμανός τον πλησίασε, θα μας το πει με τον δικό του ποιητικό λόγο ο Γιάννης Γαλανός:

Τού 'παν να κατεβάσει τη ση­μαία οι Γερμανοί, θα ύψωναν τη δική τους. Ήταν αφτός φρουρός εκείνη την ώρα. Διπλώθηκε με αφτή κι έπεσε στο βράχο. Κάτω της Ακρόπολης. Δεν την παρέδω­σε. Ήταν Έλληνας αφτός, πώς να το κάνει. Ένας στρατιώτης Έλλη­νας, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης. Κι ήταν η ώρα του μεγάλου όχι αφτή. Άξιος του γένους στάθηκε. Να τον θυμάστε.

(Γιάννης Γαλα­νός, από τη συλλογή Φύλλα της Ζωής. Εκδόσεις «Φαίδων» 1996).

Επίλογος

Επίκαιρο μα και βασανιστικό προβάλλει το ερώτημα: Πόσοι από μας θα νιώσουμε την ανάγκη, την 28η Οκτωβρίου, εκείνη την η­μέρα της περισυλλογής για τον έ­παινο των θριαμβευτών και τον ε­ντοπισμό των σφαλμάτων για ένα σωστό φρονηματισμό μας; Πολ­λοί ή λίγοι; Δική σας η απάντηση.

Όμως και εδώ τα φαινόμενα δεν απατούν. Η ηθική διαφθορά κορυφής μα και βάσης, η ανευθυνότητα, η ανεμελιά μας, η α­πληστία και προ παντός η απώ­λεια της ιστορικής μας μνήμης, με επακόλουθα τη λήθη, την ασέβεια προς τους θριαμβευτές και ήρωες και πάνω από όλα την κατάπτωση των ηθικών αξιών, που δίνουν το νόημα του αν­θρώπινου προορισμού μας, είναι οι αναμφισβήτητες διαπιστώ­σεις, που, αλίμονο, και αυτή τη φορά θα καταλήξουν σε κάποια τραγωδία της πατρίδας μας, αν δεν συνετιστούμε, αν δεν μας φρονηματίσει το βαθύτερο νόη­μα αυτής της επετείου.

Οι απογοητευτικές διαπιστώ­σεις είναι πολλές. Εγώ θα επιση­μάνω μία: Δεν άκουσα ποτέ μέ­χρι σήμερα από τους ομιλητές των «πανηγυρικών» αυτών των ε­πετείων να μνημονεύουν τα ονό­ματα των κυρίων συντελεστών αυτού του θριάμβου, των υπο­στρατήγων Χ. Κατσιμήτρου και Β. Βραχνού, του γενναίου ταγματάρχη τότε Ι. Καραβία, ή και άλ­λων που δεν αναφέρονται σ' αυ­τό το κείμενο. Έχω την διαίσθηση ότι ο ελληνικός λαός, από λαθε­μένη ενημέρωση, θεωρεί ως μό­νους δημιουργούς αυτού του «Έπους» τους Ι. Μεταξά, Αλ. Πα­πάγο και τον βασιλέα Γεώργιο Β'. Κανείς δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει. Ήταν η ηγεσία της Ελλάδας τότε. Όμως και ο Ι. Μεταξάς και ο Αλ. Παπάγος έ­χουν υμνήσει απερίφραστα και έ­χουν επιβραβεύσει με ηθικές αμοιβές και τον ελιγμό της VIII Με­ραρχίας και τις γενναίες ενέργει­ες ηγετών και οπλιτών του στρα­τού Ηπείρου και Δ. Μακεδονίας τότε. Ο δε υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπει­ρος προμαχούσα, μνημεία της ιστορικής αλήθειας, στον επίλογο του, σελ. 255, γράφει: «...αι παρ' αυτού διατυπούμεναι γνώμαι και κρίσεις επί της πορείας και εξε­λίξεως των πολεμικών επιχειρή­σεων, ουδέ πόρωθεν έχουσι σκοπόν επικρίσεως ουδενός...».

Εμείς γιατί είμαστε δέσμιοι των παθών μας;