Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

ΗΤΑΝ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ;;;

Αυτή είναι μια ερώτηση που τα τελευταία χρόνια ακούγεται όλο και περισσότερο. Ιστορικοί και όχι μόνο, προσπαθούν να την απαντήσουν απο την δικιά τους σκοπιά μέσα απο μελέτες και βιβλία, πολιτικοί να την εκμεταλευτούν, και σε όλους εμάς που ασχολούμαστε με τον Διαδικτυακό κόσμο εμφανίζεται μπροστά μας ανα τακτά χρονικά διαστήματα, προκαλώντας συνήθως εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, και όλο και συχνότερα αιτία διαδικτυακών καυγάδων. Για όποιον μετέχει σε φόρα θα έχει έρθει μπροστά της τουλάχιστον μια φορά και αν είναι μέλος σε διεθνή φόρουμ τότε ίσως έχει αισθανθεί ακόμα και αγανάκτηση με ισχυρισμούς που φτάνουν στο συμπέρασμα ότι είναι και… Σλάβος.

Ας εξετάσουμε λοιπόν μύθους και πραγματικότητες σχετικά με τον Μέγα Αλέξανδρο.

Ο Αλέξανδρος Γ’ γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα, την πρωτεύουσα τότε του Μακεδονικού βασιλείου. Ήταν γιος του Μακεδόνα Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, Πριγκήπισσας των Μολοσσών στην Ήπειρο.

Ο Μακεδονικός βασιλικός οίκος λεγόταν “Αργεάδες” ή “Τημενίδες“. Σύμφωνα με την παράδοση ο ιδρυτής του Βασιλικού οίκου - ο οποίος σημειωτέον διαφέρει ανάλογα με την ιστορική πηγή - ήρθε στην Μακεδονία, απο το Άργος της Πελοποννήσου και ήταν απόγονος του Ηρακλή. Ήταν με λίγα λόγια, Ηρακλείδες εξ’ Άργους.

Απο την εποχή του Αλέξανδρου Α’, που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι ο ”Φιλλέλην“, οι Μακεδόνες Βασιλείς μετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους ως γνωστόν μόνο Έλληνες μπορούσαν να πάρουν μέρος. Λίγο πολύ θα έχουμε ακούσει όλοι μας την ιστορία του Αλέξανδρου Α’ και την διαμαρτυρία των συναθλητών του σχετικά με το ότι ήταν βάρβαρος και δεν θα έπρεπε να λάβει μέρος. (Εκτενέστερη ανάλυση περί αυτού σε ένα απο τα επόμενα θέματα). Όταν του ζητήθηκαν εξηγήσεις, ο Αλέξανδρος απόδειξε την Ελληνική καταγωγή του, αναφέρομενος στην ιστορία των Τημενιδών και απο τότε ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ξανά.

Ο πατέρας του Αλέξανδρου, Ο Φίλιππος Β’ ήταν γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’ και της Ευρυδίκης, πριγκήπισσας των γειτονικών Λυγκηστών. Οι Λυγκηστές παλαιότερα υπαγόντουσαν στους Μολοσσούς για αυτό τους βρίσκουμε σε ιστορικές πηγές είτε σαν Μολοσσικά έθνη, είτε σαν Λυγκηστές Μακεδόνες. Στην ουσία είχαν αναμειχτεί σε ένα μικρό βαθμό με τους Ιλλυριούς. Ο βασιλικός τους οίκος ισχυριζόταν ότι είναι Βακχιάδες απόγονοι απο την Κόρινθο και παντρευόντουσαν συχνά με μέλη γειτονικών βασιλείων. Η Ευρυδίκη για παράδειγμα ήταν κόρη του Σίρρα ή Ίρρα - άλλοι τον θεωρούν Λυγκηστή και κατ' άλλους είναι Ιλλυριός- και μιας Λυγκηστίδας πριγκήπισσας.

Σειρά έχει τώρα η γενεαλογία του Αλέξανδρου απο την μεριά της μητέρας του, της Ηπειρώτισσας Ολυμπιάδας. Το όνομα της όπως μαθαίνουμε απο τον έγκριτο ιστορικό W. Heckel "Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη". Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα απο την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Τα μέλη του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, οι λεγόμενοι ‘Αιακίδες‘ ισχυρίζονταν να είναι απόγονοι του γιού του Αχιλλέα, Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης που κατέφυγαν στην περιοχή μετέπειτα της πτώσης της Τροίας. Στην κλασσική εποχή, η καταγωγή απο φημισμένους Ομηρικούς ήρωες, όπως ο Αχιλλέας, πρόσδιδε τεράστιο κύρος στους απογόνους τους. Η Ολυμπιάδα ήταν κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά της Ηπείρου και της Ανασατίας, αγνώστων λοιπών στοιχείων αλλά πιθανότατα Ηπειρώτισσας. Στις αρχές του 6ου αιώνα ο τύραννος της Σικυώνος Κλεισθένης θέλησε να βρει σύζυγο για την κόρη του Αγαρίστη. Κάλεσε τους ‘καλύτερους των Ελλήνων’ για να αποφασίσει με ποιόν θα πάντρευε την κόρη και ανάμεσα στους μνηστήρες ήταν και ο Βασιλιάς των Μολοσσών, Άλκων.

Ως τώρα εξετάσαμε την γενεαλογία του Αλέξανδρου. Στην συνέχεια, περνάμε σε ένα εξίσου σημαντικό ερώτημα. Πως ένιωθε ο ίδιος ο Αλέξανδρος?

Απ’ όλες τις ιστορικές πηγές, παίρνουμε το ίδιο μήνυμα. Ο Αλέξανδρος δεν έχανε ευκαιρία να πιστοποιεί πόσο περήφανος ήταν που ήταν Έλληνας. Η σούμα απο όλα αυτά είναι: Οι γονείς του είχαν Ελληνική καταγωγή. Ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα. Μιλούσε Ελληνικά. Μεγάλωσε και μορφώθηκε απο φημισμένους Έλληνες δάσκαλους και είχε σαν αγαπημένο του βιβλίο, την Ιλιάδα. Πίστευε στους ίδιους θεούς όπως και οι άλλοι Έλληνες. Ανέλαβε να φέρει σε πέρας και τα κατάφερε, μια εκστρατεία, βασισμένη σε μακροχρόνια έχθρα μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, σαν ‘Αρχιστράτηγος των Ελλήνων’. Αυτός και ο στρατός του, διέδωσαν την Ελληνική γλώσσα και πολιτισμό, σε όλα τα έθνη απο τα οποία πέρασαν.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ (15 ΑΥΓ 1909)


Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου 1909, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος προχωρά στο ιστορικό κίνημα που θα αλλάξει την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας.

Τον Ιούνιο του 1909, μπροστά στο φόβο Κινήματος, η κυβέρνηση Δ. Ράλλη επιτέθηκε στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο με ένα κύμα μεταθέσεων, καθώς και παραπομπή 12 αξιωματικών σε ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη.

Όταν η εφημερίδα Χρόνος, διερμηνεύοντας τις θέσεις του Συνδέσμου, επιτέθηκε κατά «της βουλευτικής φεουδαρχίας των κομματικών συμμοριών και των Αυλών», ζητώντας μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, καθώς και των πριγκίπων από το στράτευμα, ο Ράλλης προχώρησε σε συλλήψεις. Ο κύβος είχε ριφθεί. Στις 14 Αυγούστου, με μια παράτολμη ενέργειά του, ο Πάγκαλος απελευθερώνει τους κρατουμένους αξιωματικούς Σάρρο και Ταμπακόπουλο, προκαλώντας την οργή του Ράλλη, που διατάζει επιφυλακή και δεκάδες συλλήψεων. Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου, ο Σύνδεσμος προχωρά στο Κίνημα στο Γουδί το οποίο επικρατεί άμεσα.

Το πρόγραμμα του Συνδέσμου, σε ήπιο τόνο, με γενικές ευχές για μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση και την παιδεία, απέκλειε ρητά κάθε περίπτωση καθεστωτικής αλλαγής, δικτατορίας, συνταγματικής τροποποίησης ή κατάργησης της κυβέρνησης. Ζητούσε απλώς την απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων πριγκίπων από το στράτευμα και πρότεινε σειρά μέτρων για στρατιωτική αναδιοργάνωση. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν οι εξής: Μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων, Οχτάωρο εργασίας, Εργατικά συνδικάτα, Αργία η Κυριακή, Ακτήμονες σε απαλλοτριωμένες γεωργικές εκτάσεις, με δαπάνες του κράτους –δωρεάν και υποχρεωτική η στοιχειώδης παιδεία.

Τους όρους των Επαναστατών αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση του Ράλλη, οπότε και ο αρχηγός του Συνδέσμου, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους, χωρίς έτσι να εγκαθιδρυθεί δικτατορία, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου.

Το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των συντεχνιών της Αθήνας και του Πειραιά, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, έκανε πρόδηλη πλέον την υποστήριξη του λαού στις θέσεις του Συνδέσμου, ενώ η υποστήριξη που βρήκε το Κίνημα προκάλεσε την έντονη ανησυχία των πολιτικών κομμάτων, του Θρόνου και των Ξένων Δυνάμεων. Από την έλευση του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ το 1863 μέχρι το 1909, για 46 χρόνια, δεν υπήρξε καμία ανάμιξη του στρατού στη πολιτική.

Το Κίνημα στο Γουδί ήταν η πρώτη παρέμβαση του Στρατού στη πολιτική ζωή της Χώρας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις από τότε, το 1909, και μέχρι το 1974 θα αποτελέσουν ένα ισχυρό πόλο εξουσίας, ο οποίος θα παρεμβαίνει συνέχεια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Η εφημερίδα Ακρόπολις στο κύριο άρθρο της της 30ης Αυγούστου υποστηρίζει το κίνημα του 1909, αλλά παράλληλα προειδοποιεί και τους αξιωματικούς:
Η εναντίον του νόμου στάσις απειλεί όθεν να επιφέρει φοβερόν πλήγμα εις τα αυτά συμφέροντα της χώρας. Περί τούτου οι στασιασταί αξιωματικοί φαίνονται ότι ουδόλως φροντίζουν. Τούτο όμως αι φιλικαί δυνάμεις έχουν καθήκον να τους το υπενθυμίζουν. (…) Ο στρατός και μετ' αυτού ο λαός θα συνθλίψωσιν υπό την σιδηράν πτέρναν των, πάντα τα κακόβουλα ερπετά, των οποίων η δηλητηριώδης παρουσία διαφθείρει και απεργάζεται την αποτυχίαν των ελπιδοφόρων διά τον τόπων σχεδίων.

Η εφημερίδα Νέον Άστυ την επομένη του συλλαλητηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου αναγνωρίζει το στρατιωτικό κίνημα διότι: Ουδείς δύναται να έχη πλέον ενδοιασμούς περί της νομιμότητος των μέσων, δι' ων το ανορθωτικόν έργον επιδιώκεται. Εάν υπήρξαν οι δυσαρέστως ιδόντες την εξέλιξιν των τελευταίων γεγονότων, ένεκα της ιδέας, ότι ο στρατός υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του και ανεμίχθη εις υπόθεσιν, ξένην προς τας αυστηράς υποχρεώσεις της πειθαρχίας, σήμερον οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι δεν ευρισκόμεθα πλέον ενώπιον στρατιωτικού κινήματος, αλλά απέναντι πανδήμου εξεγέρσεως.

Η εφημερίδα Πατρίς δηλώνει τις θέσεις της για τους σκοπούς του κινήματος του 1909 στο κύριο άρθρο της της 17ης Σεπτεμβρίου 1909: Εάν θέλωμεν να ήμεθα ειλικρινείς, εάν θέλωμεν να ομολογήσωμεν την αλήθειαν, εάν θέλωμεν να ομιλήσωμεν άνευ προσωπικών βλέψεων ή κομματικών συμφερόντων, πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι η εκδηλωθείσα αντίδρασις ήτο το εκχείλισμα του υπερπληρωθέντος ποτηρίου. Η έλλειψις εμπιστοσύνης προς την Βουλήν ήτο η εκδήλωσις της εξαντληθείσης υπομονής, ήτο συναίσθησις του ότι επιτέλους πρέπει η Ελλάς να αποκτήση στρατόν μετά το αίσχος του 1897 και μετά την εν ειρήνη ήτταν του 1909.

Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897


Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.

Στις αρχές του 1896 την Ελλάδα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, πολιτικός με δημαγωγικές τάσεις. Εκτός από τα μεγάλα και δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα, είχε να αντιμετωπίσει και την κατάσταση στην Κρήτη, που βρισκόταν τότε υπό οθωμανικό ζυγό. Η διακυβέρνηση της μεγαλονήσου από τον ελληνικής καταγωγής Καραθεοδωρή Πασά είχε στεφθεί από αποτυχία. Τα φιλελεύθερο και φιλοδίκαιο πνεύμα του εξόργισε τους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να καταστήσουν αδύνατη την περαιτέρω παραμονή του στο νησί. Ταραχές εξερράγησαν και δολοφονίες χριστιανών προκρίτων σημειώθηκαν, όχι κάτι ασυνήθιστο στη μακραίωνα διαβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών στην Κρήτη.

Τον Καραθεοδωρή Πασά διαδέχθηκε ο τουρκαλβανός Τουρχάν Πασάς, ο οποίος ούτε και αυτός έγινε αποδεκτός από τους ομοδόξους του. Με προτροπή των μεγάλων δυνάμεων, τη διοίκηση της Κρήτης ανέλαβε ο χριστιανός Γεώργιος Βέροβιτς, πρώην διοικητής της Σάμου. Η κατάσταση, όμως, παρέμεινε έκρυθμη και το αίμα έρεε άφθονο. Οι χριστιανοί Έλληνες, που αποτελούσαν το 80% των κατοίκων της Κρήτης, είχαν ξεσηκωθεί και ζητούσαν ένωση με την Ελλάδα.

Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Ιταλία έστειλαν από ένα πλοίο στην Κρήτη για την προστασία των υπηκόων τους. Το ίδιο ήθελε να πράξει και η Ελλάδα, αλλά εμποδίστηκε από τις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Πάντως, βοήθεια έφθανε από την Ελλάδα στην Κρήτη, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα την «Εθνική Εταιρεία», μια μεγαλοϊδεατική οργάνωση, με βαθιές ρίζες στην ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής διασποράς.

Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ από την πλευρά τους οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούσαν να τον πείσουν να δώσει μεγαλύτερα προνόμια στην Κρήτη. Ο Σουλτάνος δέχθηκε ο διοικητής της Κρήτης να είναι πάντοτε χριστιανός και να διορίζεται με τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων Δυνάμεων, αλλά την ίδια ώρα ενθάρρυνε τους Τουρκοκρητικούς να γίνονται καθημερινά προκλητικότεροι.

Στις 24 Ιανουαρίου 1897 οι μουσουλμάνοι προέβησαν σε σφαγές χριστιανών στα Χανιά. Ο Δηλιγιάννης, ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση και υπό την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάσθηκε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία πολέμου για την Υψηλή Πύλη. Στολίσκος πολεμικών πλοίων κατευθύνθηκε στο νησί υπό τον βασιλόπαιδα Γεώργιο, ενώ ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με χίλιους άνδρες αποβιβάσθηκε στον όρμο του Κολυμπαρίου (δυτικά των Χανίων), με εντολή να καταλάβει την Κρήτη εν ονόματι του Βασιλιά Γεωργίου Α'.

Στις 7 Φεβρουαρίου είχε την πρώτη του επιτυχία, όταν κατανίκησε τετραπλάσια δύναμη τουρκοκρητών και οθωμανικών δυνάμεων. Στρατιωτικά αγήματα είχαν αποβιβάσει στο νησί και οι Μεγάλες Δυνάμεις, που απαγόρευσαν κάθε περαιτέρω επιθετική ενέργεια στον Βάσσο και τους άνδρες του. Με την παρουσία ελληνικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το έπραξε στις 5 Απριλίου 1897.

Την εποχή εκείνη, η ελληνοτουρκική μεθόριος διέτρεχε τη γραμμή από την Άρτα έως τις νοτιοανατολικές προσβάσεις του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 121.500 άνδρες και 1300 ιππείς, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.

Η πρώτη εβδομάδα των πολεμικών επιχειρήσεων (6-11 Απριλίου) αναλώθηκε σε μάχη χαρακωμάτων κατά μήκος των Θεσσαλικών συνόρων. Στις 11 Απριλίου, ο Ετέμ Πασάς και οι άνδρες του εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος από τα στενά της Μελούνας και διέσπασαν γρήγορα τις ελληνικές δυνάμεις στον Τύρναβο (12 Απριλίου). Οι έλληνες στρατιώτες υποχώρησαν άτακτα και συμπτύχθηκαν στα Φάρσαλα, όπου αντέταξαν νέα γραμμή άμυνας. Η Λάρισα αφέθηκε στην τύχη της και καταλήφθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε εκκενωθεί από τους κατοίκους της. Την ίδια μέρα, τουρκική δύναμη κατευθύνθηκε στο Βελεστίνο, όπου αντιμετωπίστηκε από τον Συνταγματάρχη Σμολένσκη και την ταξιαρχία του.

Με πεσμένο το ηθικό, οι Έλληνες υπέστησαν και νέα ήττα στα Φάρσαλα, στις 24 Απριλίου, υποχωρώντας αυτή τη φορά με τάξη. Ο Σμολένσκης διατάχθηκε να εγκαταλείψει το Βελεστίνο και να μεταβεί με τις δυνάμεις του στον Δομοκό, όπου ο Έλληνες προετοίμαζαν νέα γραμμή άμυνας. Μάταια, όμως, αφού ο υπέρτερος τουρκικός στρατός πέτυχε μια ακόμη νίκη στις 5 Μαΐου, έχοντας πλέον ανοιχτό το δρόμο για την Αθήνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια, ο Σμολένσκης, που αποδείχθηκε ο πιο αξιόπιστος στρατιωτικός, διατάχθηκε από τον Κωνσταντίνο να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε, γιατί επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Ο τσάρος Νικόλαος Β', συγγενής εκ μητρός του έλληνα βασιλιά Γεωργίου Α', έπεισε τον Σουλτάνο να διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το σχετικό πρωτόκολλο υπογράφτηκε στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας στις 8 Μαΐου 1897, με τους Οθωμανούς να έχουν ανακαταλάβει όλη τη Θεσσαλία. Στο μέτωπο της Ηπείρου η ανακωχή έγινε μία μέρα νωρίτερα (7 Μαΐου 1897). Τα πράγματα εκεί είχαν εξελιχθεί καλύτερα για τον Ελληνικό Στρατό. Οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μάνου όχι μόνο κράτησαν στη γραμμή Άρτας - Πέτα, αλλά προήλασαν και μέσα στο τουρκικό έδαφος. Οι απώλειες για την ελληνική πλευρά ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την τουρκική 1111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.

Οι βασικότερες αιτίες για την εθνική ντροπή του 1897 ήταν η έλλειψη διορατικότητας από την πολιτική τάξη και το απαράσκευο του ελληνικού στρατού. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.

Ο στρατηγός και μετέπειτα δικτάτωρ Θεόδωρος Πάγκαλος χαρακτηρίζει στα Απομνημονεύματά του «ένοπλο συρφετό» το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και αναφέρει σχετικά: «Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά… Τα στελέχη του πεζικού, εκτός ολίγων, ήσαν τελείως αμαθή και ανίκανα. Η μεγίστη πλειοψηφία των ανωτέρων αξιωματικών απετελείτο από αγαθούς τύπους, των οποίων η στρατιωτική μόρφωσις περιωρίζετο εις την τακτικήν της καταδιώξεως, ληστών, φυγοδίκων και ζωοκλεπτών… Αυτός ήτο στρατός, διά του οποίου η ανεκδιήγητος εκείνη κυβέρνησις ενόμιζεν ότι θα νικήση την Τουρκική Αυτοκρατορία…».

Το οριστικό τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη, με καταρρακωμένο το γόητρο της χώρας και την υπερηφάνεια των Ελλήνων. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης είχε παραιτηθεί υπό το βάρος της ήττας και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που επεξεργάστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.

Όμως, η Ελλάδα των τόσων οικονομικών προβλημάτων και του τρικούπειου «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που θα διατηρηθούν μέχρι την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.

Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της (1898), πρώτο στάδιο για την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα (1913). Η εθνική οργή θα απαλυνθεί με τον καιρό, η φτωχή Ελλάδα γρήγορα θα σηκώσει κεφάλι και 15 χρόνια αργότερα θα γραφτεί το έπος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913.