Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ (ΔΗΜΟΤΙΚΟ)

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
- Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην' ο Καλύβας έρχεται, μην' ο Λεβεντογιάννης;
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
 
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια".
 
Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
"Καρδιά, παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε".
 
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
 
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
"Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;"
Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
"Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας".
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
"Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι".
                                                               
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
"Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι".

ΠΡΟΚΥΡΗΞΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΟΥ

" να υψώσωμεν το σημείον δι' ού πάντοτε νικώμεν, τον Σταυρόν! "

Προκήρυξη

Η ώρα ήλθεν, ώ άνδρες Έλληνες!

Oι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι· oι Σέρβοι, oι Σουλιώται, καί όλη η Ήπειρος οπλοφορούντες μας περιμένουν· ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μας προσκαλεί!

Η Ευρώπη προσηλόνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας· ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από τον ήχον της πολεμικής μας σάλπιγγος και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάσει τας ανδραγαθίας μας oι δέ τύραννοι ημών τρέμοντες και ωχροί θέλουσι φύγη απ' έμπροσθέν μας.

Oι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ασχολούνται εις την απόλαυσιν της ιδίας ευδαιμονίας και πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος.

Ημείς φαινόμενοι άξιoι της προπατορικής αρετής καί του παρόντος αιώνος είμεθα ευέλπιδες, να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και εις βοήθειαν πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθη, διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθείτε, ώ φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας! Θέλετε ιδή και εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς οίτινες παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψωσι τα νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθώσι με ημάς· ας παρρησιασθώσι με ειλικρινές φρόνιμα, η Πατρίς θέλει τους εγκολπωθή! Ποίος λοιπόν εμποδίζει τους ανδρικούς σας βραχίονας; Ο άνανδρος εχθρός μας είναι ασθενής και αδύνατος. Oι στρατηγοί μας έμπειροι, και όλοι oι ομογενείς γέμουσιν ενθουσιασμού! Ενωθήτε λοιπόν, oι ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! Ας σχηματισθώσι φάλαγγες εθνικαί, ας εμφανισθώσι πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδή τους παλαιούς εκείνους κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσωσιν εξ ιδίων, απέναντι των θριαμβευτικών μας σημαιών. Εις την φωνήν της σάλπιγγός μας όλα τα παράλια του loνίoυ και Αιγαίoυ πελάγους θέλουσιν αντηχήση· τα ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ είρήνης ήξευραν να εμπορεύωνται και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρη εις όλους τους λιμένας του τυράννου με το πυρ και την μαχαίραν την φρίκην και τον θάνατον.

Ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος σείων την αιματωμένην χλαμύδα του τυράννου εγείρει τον λαόν. Tι θέλετε κάμη σεις ώ Έλληνες, προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τας πληγάς της και με διακεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της; Η θεία πρόνοια, ώ φίλοι συμπατριώται, εύσπλαγχνισθείσα πλέον τας δυστυχίας μας ηυδόκησεν ούτω τα πράγματα, ώστε μέ μικρόν κόπον θέλομεν απολαύση με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπτον αβελτηρίαν αδιαφορήσωμεν, ο τύραννος γενόμενος αγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, και θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών.

Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ώ συμπατριώται! και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν· ίδετε εδώ τους ναούς καπατημένους· εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα, διά χρήσιν αναιδεστάτην της αναιδούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας· τους οίκους μας γεγυμνωμένους∙ τους αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα.

Eίναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέλινον, δια να υψώσωμεν το σημείον δι' ού πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καιαφρόνησιν.

Μεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, ος τις ανδρειωτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος και ωφελιμωτέρως την δουλεύσει. Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην βουλήν θέλουσιν υπέκει ολαι μας αι πράξεις.

Ας κινηθώμεν λοιπόν μέ εν κοινόν φρόνιμα, oι πλούσιοι ας καταβάλωσιν μέρος της ιδίας περιουσίας, oι ιερoί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα, και oι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσωσιν τα ωφέλιμα. Oι δε εν ξέναις αυλαίς υπουργούντες στρατιωτικοί και πολιτικοί ομογενείς, αποδίδοντες τας ευχαριστίας εις ην έκαστος υπουργεί δύναμιν, ας ορμήσωσιν όλοι εις το ανοιγόμενον ήδη μέγα και λαμπρόν στάδιον, και ας συνεισφέρωσιν εις την πατρίδα τον χρεωστούμενον φόρον, και ως γενναίoι ας ενοπλισθώμεν όλοι άνευ αναβολής καιρού με το ακαταμάχητον όπλον της ανδρείας και υπόσχομαι εντός ολίγου την νίκην και μετ' αυτήν παν αγαθόν. Πoίoι μισθωτοί και χαύνοι δούλοι τολμούν να αντιπαραταχθώσιν απέναντι λαού, πολεμούντος υπέρ της ιδίας ανεξαρτησίας; Μάρτυρες oι ηρωικοί αγώνες των προπατόρων μας· Μάρτυς η lσπανία, ήτις πρώτη και μόνη κατετρόπωσεν τας αηττήτους φάλαγγας ενός τυράννου.

Με την ένωσιν, ώ συμπολίται, με το προς την ιεράν θρησκείαν σέβας, με την προς τους νόμους και τους στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθηρότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος· αυτή θέλει στεφανώση μέ δάφνας αειθαλείς τους ηρωικούς αγώνας μας· αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξη τα ονόματα ημών εις τον ναόν της αθανασίας, διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών. Η Πατρίς θέλει ανταμείψη τα ευπειθή και γνήσιά της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και τιμής· τα δε απειθή και κωφεύοντα εις την τωρινήν της πρόσκλησιν, θέλει αποκηρύξη ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώση τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων.

Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ώ ανδρείοι, και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος. Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών. Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, oι οποίοι δια να μας αφήσωσιν ελευθέρους επολέμησαν και επέθανον εκεί. Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμινώνδου Θηβαίου, και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους∙ εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος, oι oπoίoι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν· εις εκείνην του Τιμολέοντος ος τις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας, μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου.

Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί!

'Αλέξανδρος Υψηλάντης

Την 24 του Φεβρουαρίου 1821

Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ

Ο Αθανάσιος Διάκος, μαθών ότι ο εχθρός έφθασεν εις το Ζητούνι, συγκαλέσας τους συναγωνιστάς του, ωμίλησε τά έξής:

«Αδελφοί Έλληνες! Έπειτα από τετρακοσίων χρόνων σκληράν σκλαβίαν, ο Θεός ευσπλαγχνισθείς απεφάσισε να μας δώση την ελευθερίαν, καθώς την εχαίροντο μίαν φοράν oι προπάτορές μας. Πλην διά να την απολαύσωμεν, πρέπει ν' αποφασίσωμεν ν' αποθάνωμεν με τα όπλα εις τας χείρας, και τότε ας την χαρώσιν oι μεταγενέστεροί μας. Ημείς ως τόσον θέλομεν απολαύσει τα δύο μεγαλήτερα καλά, τον παράδεισον και την αιώνιoν μνήμην των μεταγενεστέρων επειδή δια τον σταυρόν και την ελευθερίαν αποθνήσκομεν. Αν όμως δειλιάσωμεν τώρα, τότε αιωνίως εχάθημεν και ημείς και όλον το έθνος μας. Όθεν, όποιος αγαπά με την αλήθειαν την πίστιν και την πατρίδα, ας δράξη τα όπλα, και ας έλθη μαζί μου».

Ταύτα ειπών ο καλός πατριώτης έδραμεν αμέσως καί κατέλαβεν, ως είρηται, την γέφυραν, θέσιν την πλέον σημαντικήν και κινδυνώδη, τον οποίον πολλοί ηκολούθησαν,αλλά παρουσιασθέντος του κινδύνου, ολιγώτατοι τον εμιμήθησαν εξαιρέτως ο σεβασμιώτατος Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, όστις και έλαβεν τον ίδιoν στέφανον της δόξης με τον Διάκoν, φυλάξας την θέσιν του κατά το ευώνυμον του Διάκoυ, όπου ο εχθρός διέβαινε τον πόρον του ποταμού· και αφού εθυσίασεν ικανούς, απέθανεν και αυτός μαχόμενος υπέρ πίστεως και πατρίδος, και υπέρ των ιδίων λογικών του προβάτων.

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ

Στο συμβολισμό του ποιήματος, βράχος είναι
ο κατακτητής Τούρκος και κύμα ο υπόδουλος Ελληνισμός.
 
"Μέριασε βράχε να διαβώ!" το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γυαλού θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μες στα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
 
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου, που 'πε τώρα,
βράχε, θα πέσης, έφτασεν η φοβερή σου ώρα!
 
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
και σω 'γλυφα και σω 'πλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ' εκύτταζες και φώναζες του κόσμου
να δει την καταφρόνεση, που πάθαινε ο αφρός μου.
 
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ' εφιλούσα
μέρα και νύχτα σ' έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στην άμμο.
 
Σκύψε να ιδής τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελα σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήση στο λαιμό... Εξύπνησα λιοντάρι!


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Ο Διονύσιος Σολωμός, ο μεγαλύτερος νεοέλληνας ποιητής, γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικολάου Σολωμού και της υπηρέτριας του Αγγελικής Νίκλη.

Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και με τη συνοδεία του Ιταλού δασκάλου του Ρώσση φεύγει για σπουδές στην Ιταλία (1808).

Στα 1815 παίρνει το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και εγγράφεται στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ΄ όπου παίρνει το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα προς τις σπουδές στην νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, αρχίζει να γράφει στίχους στην Ιταλική γλώσσα, ενώ έρχεται σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κινήσεως της εποχής.

Στα 1818 επιστρέφει στη Ζάκυνθο και παραμένει στο νησί επί μια δεκαετία, όπου αρχίζει να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά, αποτελώντας συγχρόνως την ψυχή μιας φιλολογικής συντροφιάς που συνέθεταν ο κόμης Παύλος Μερκάτης, ο ποιητής Αντώνης Μάτεσης, ο ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Τερτσέτης, ο γιατρός Διονύσιος Ταγιαπιέρας, ο γιατρός και λόγιος Διονύσιος Ροίδης κ.α.

Σημαντική για την όλη πνευματική εξέλιξη του Σολωμού υπήρξε η συνάντηση του με τον πολιτικό και λόγιο Σπ. Τρικούπη ( το 1822) ο οποίος τον παρακίνησε προς την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στρέφοντάς τον οριστικά προς την ελληνική ποίηση.

Στα τέλη του 1828 εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέρκυρα συνεχίζοντας την ενασχόληση του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος, σχετιζόμενος με ελάχιστους και εκλεκτούς φίλους όπως ο Νικ. Μάντζαρος, Ι. Ζαμπέλης, Ερμ. Λούντζης, Ι. Μενάγιας, Ι. Πολυλάς, Ιούλ. Τυπάλδος, Γεώργιος & Γεράσιμος Μαρκοράς, Π. Κουαρτάνος και άλλοι.

Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, γιατί με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.

Ο θάνατός του, που επήλθε το Φεβρουάριο του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις, προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση σ΄ όλα τα Επτάνησα.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Μέσα σε ένα μόλις μήνα μετά την εγκατάστασή του στη Ζάκυνθο [Μάιος 1823] έγραψε τον «Ύμνο στην Ελευθερία» στον οποίο η έμπνευση και η θέρμη της ψυχής του υποσκελίζουν τη μορφοπλαστική του ικανότητα. Στο ίδιο ποίημα, διαφαίνεται και η επίμονη προσπάθεια του Σολωμού για τη διαμόρφωση και διάπλασή της ποιητικής του γλώσσας. Λίγο αργότερα, ο Σολωμός συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Εις τον θάνατο του Λόρδ Μπάυρον» και ακολούθησαν «Η καταστροφή των Ψαρών» [1825], «Η Φαρμακωμένη» [1826], «Ο Λάμπρος» [1826], «Εις Μοναχήν» [1829], «Ο Κρητικός» [1833], «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Ο Πορφύρας» [1849] και διάφορα άλλα ποιήματα, επιγράμματα, σατιρικά ποιήματα και ποιήματα στην ιταλική γλώσσα.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Η πιο σημαντική ίσως προσωπικότητα της ελληνικής επανάστασης είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο «Γέρος του Μοριά». Το όνομά του ταυτίστηκε με τους αγώνες των Ελλήνων για ελευθερία και σπάνια μπορεί κάποιος να συναντήσει στην ιστορία τόσο πλούσια σε περιπέτειες και γεγονότα ζωή. Τα έζησε όλα: Τη χαρά, τη λύπη, την απογοήτευση, τον ενθουσιασμό, τη μοναξιά, την περιφρόνηση, την περηφάνεια. Πέρασε πολλές φορές από τη δόξα στην αφάνεια, από το θρίαμβο στην ήττα, από την ηγεσία των Ελλήνων στη φυλακή και στην καταδίκη.

Γεννήθηκε κάτω από ένα δέντρο τη Δευτέρα του Πάσχα του 1770 αφού η μητέρα του, ετοιμόγεννη, έφυγε από το χωριό της, κυνηγημένη από τους Τούρκους. Όταν ήταν 10 χρονών ο πατέρας του σκοτώθηκε. Στα δεκαπέντε του ήταν ήδη αρματωλός και δυο χρόνια αργότερα πολεμούσε τους Τούρκους σε άλλη μια επανάσταση στα βουνά της Πελοποννήσου. Το 1798 απέκτησε δικό του καράβι και με αυτό κτυπούσε αλύπητα τα τουρκικά πλοία. Λίγα χρόνια αργότερα καταδιωκόμενος από τους Τούρκους ανέβηκε και πάλι στα βουνά συνεχίζοντας τον αγώνα του. Κυνηγημένος αναγκάστηκε να περάσει στη Ζάκυνθο.

Όταν τα Επτάνησα πέρασαν από τους Ρώσους στους Άγγλους, οι τελευταίοι αποφάσισαν να ιδρύσουν στρατιωτικές μονάδες με Έλληνες στρατιώτες. Ο Κολοκοτρώνης κατατάχθηκε σε αυτές και πήρε το βαθμό του Λοχαγού. Πολέμησε με τους Άγγλους στον πόλεμό τους με τη Γαλλία του Ναπολέοντα. Προβιβάστηκε μάλιστα σε Ταγματάρχη. Με το τέλος του πολέμου οι ελληνικές μονάδες διαλύθηκαν και ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε χωρίς δουλειά να προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του (τρεις γιους, δυο κόρες, τη γυναίκα και την ηλικιομένη μάνα του). Ασχολήθηκε με το ζωεμπόριο ενώ έκανε κάποτε και τον χασάπη.

Το μυαλό όμως του, ώριμου πια, Κολοκοτρώνη ήταν στην απελευθέρωση της πατρίδας. Την 1η Δεκεμβρίου 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία που ήδη προετοίμαζε τον αγώνα. Το Γενάρη του 1821 επιστρέφει στην πατρίδα του. Προσπαθεί να συμφιλιώσει τους οπλαρχηγούς του Μοριά και να τους οργανώσει για να αρχίσουν την επανάσταση ενωμένοι και δυνατοί.

Στις 23 Μαρτίου 1821 ελευθερώνει την πρώτη ελληνική πόλη, την Καλαμάτα. Αμέσως μπήκε στο μυαλό του η απελευθέρωση της πρωτεύουσας της Πελοποννήσου, Τριπολιτσάς. Μετά από πολύ αγώνα καταφέρνει να πείσει και τους υπόλοιπους και έτσι στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 το κέντρο της Πελοποννήσου είναι ελεύθερο. Στις 26 Ιουλίου 1822 συντρίβει στα Δερβενάκια τη στρατιά του Δράμαλη που κατεβαίνοντας από τη Στερεά Ελλάδα σκόρπισε το φόβο και τρόμο στους Έλληνες.

Η αχαριστία και η ζήλεια όμως στο πρόσωπό του άρχισαν να εκδηλώνονται εντονότερα. Ήρθε σε αντίπαλότητα με τα μέλη της κυβέρνησης που σχηματίστηκε στα απελευθερωμένα ελληνικά εδάφη. Οι πολιτικοί προσπαθούν να τον μειώσουν και να τον καταστρέψουν. Η κατάσταση οδήγησε δυστυχώς σε εμφύλιο πόλεμο. Έτσι ενώ οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταπνίξουν την επανάσταση οι Έλληνες άρχισαν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 δολοφονήθηκε από τους αντιπάλους του ο μεγάλος γιος του Κολοκοτρώνη, ο Πάνος. Συγκλονισμένος ο γέρος του Μοριά αποφάσισε να παραδοθεί στην κυβέρνηση για να σταματήσει ο εμφύλιος. Έτσι από ηγέτης της επανάστασης βρέθηκε στη φυλακή.

Με το φυσικό αρχηγό της φυλακισμένο και τον αδελφοκτόνο πόλεμο να συνεχίζεται, η επανάσταση σχεδόν έσβησε. Η κυβέρνηση τότε αποφάσισε να αποφυλακίσει τον Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός έκανε ό,τι μπορούσε καλύτερο και στην ουσία μόνος του, μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, κράτησε την επανάσταση ζωντανή μέχρι που οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής συμφώνησαν να ιδρυθεί ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

Πρώτος κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, που βρήκε στον Κολοκοτρώνη ένα πολύτιμο συνεργάτη και βοηθό στο εξαιρετικά δύσκολο έργο που είχε αναλάβει: Να φτιάξει ένα κράτος από το τίποτα. Οι εμφύλιες όμως διαμάχες δεν σταμάτησαν και είχαν ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του κυβερνήτη το 1831.

Όταν στην Ελλάδα έφτασε ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας, ο Κολοκοτρώνης προσπαθεί να συνεργαστεί μαζί του. Οι σύμβουλοι όμως του βασιλιά, πιστεύοντας στα λόγια των Ελλήνων, εχθρών του Κολοκοτρώνη, πείθονται ότι ο γέρος του Μοριά ετοιμάζει πραξικόπημα εναντίον του βασιλιά. Με την κατηγορία της προδοσίας ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται και πάλι στη φυλακή. Κινδυνεύει μάλιστα να καταδικαστεί σε θάνατο.

Στη δίκη οι τρεις από τους πέντε δικαστές υπέγραψαν ότι είναι ένοχος. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου όμως και ακόμα ένας δικαστής αρνήθηκαν να υπογράψουν, καταλαβαίνοντας το ψέμα και την αδικία. Τελικά το δικαστήριο ανακοίνωσε την καταδίκη του Κολοκοτρώνη σε θάνατο. Ο μεγάλος ηγέτης του έθνους θα σκοτωνόταν από το κράτος που ο ίδιος θυσίασε όλη του τη ζωή για να δημιουργηθεί. Ευτυχώς, με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση. Έτσι ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε ξανά στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε ένα χρόνο αργότερα με απόφαση του βασιλιά.

Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα έζησε ειρηνικά. Όταν πλησίαζε το τέλος του, ίσως γιατί το είχε καταλάβει, έκανε μια μεγάλη περιοδεία στην Πελοπόννησο, περνώντας ξανά από τα μέρη όπου είχε πολεμήσει. Ο μεγάλος αυτός άντρας πέθανε στα 73 του χρόνια στις 4 Φεβρουαρίου 1843 μετά από το γλέντι για το γάμο του μικρού του γιου. Η ψυχή του πήγε να συναντήσει τους νεκρούς συμπολεμιστές του και το δολοφονημένο του γιο Πάνο.