Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Νά ΄τανε το 21

Οι εθνικές επέτειοι περνούν πλέον απαρατήρητες. Το εθνικό φρόνημα αφανίστηκε από τα σχολεία με τις νέες περί εκπαιδεύσεως αντιλήψεις, οι μεγάλοι διατηρούν τον εορτασμό ως φύλλο συκής, τα ΜΜΕ εξάγουν από τα αρχεία τους τις χιλιοπαιγμένες, αλλά μέτριες κινηματογραφικές παραγωγές και τάχιστα όλοι επανερχόμαστε στην καθημερινότητα. Η μόνη αξία των επετείων πλέον έγκειται στην αργία. Μόνον σαν αυτή καταργηθεί θα πονέσουμε κάπως, γιατί αυτή εξασφαλίζει κατά περιόδους τριήμερα απόδρασης άκρως ανακουφιστικά για τους “δούλους πολιορκημένους” των μεγαλουπόλεων.

Αν κάνουμε κάποια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν με διάθεση αναζήτησης της αλήθειας, θα διαπιστώσουμε ότι κάποια γνωρίσματα της κοινωνικής μας ζωής δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά.

Μπορεί ο όρος διαπλοκή να έχει εισαχθεί πρόσφατα, όμως διαπλεκόμενους είχε αναδείξει η πατρίδα μας πριν ακόμη απελευθερωθεί. Πώς να εξηγήσουμε αλλιώς το ότι από το πρώτο αγγλικό δάνειο μόνο το μισό φορτώθηκε στο καράβι για την Ελλάδα και ευθύς άρχισε να ξεκοκκαλίζεται, ενώ οι Μεσολογγίτες, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, τρέφονταν με τα αρμυρόχορτα της θάλασσας.

Μπορεί να συρθήκαμε σε διχασμούς και εμφύλιους πολέμους, όντες στην υπηρεσία των ισχυρών των ημερών, όμως οι πρώτοι διδάξαντες αυτό ήσαν κάποιοι από τους ηγέτες του 21, ιδίως πολιτικοί. Αυτοί προκάλεσαν τον διχασμό κατά το δεύτερο μόλις έτος της επανάστασης. Οι ίδιοι αμέσως μετά την απελευθέρωση σχημάτισαν φατρίες, ώστε να γράψει ο Μακρυγιάννης με πικρία: “Άλλος το ήθελεν αγγλικόν, άλλος γαλλικόν και άλλος ρούσικον”. Αυτοί οι ενσκύψαντες ως ακρίδες από την Εσπερία για να “σώσουν” τη χώρα τους και να ηγηθούν της πορείας προς τις “πολιτισμένες” χώρες της Δύσης, απετέλεσαν τα πρότυπα για όλους όσοι τους διαδέχθηκαν. Έτσι η υποτέλεια προς τους ισχυρούς “δια μιάν δολεράν καλημέραν”, όπως γράφει πάλι ο Μακρυγιάννης, κατέστη θεσμός. Βέβαια ο αγράμματος στρατηγός στην αφέλειά του δεν πρόσεξε ότι οι ξένοι δεν ήσαν φειδωλοί προς τους ανθρώπους τους. Έτσι δεν περιορίζονταν σε μια καλημέρα γεμάτη από την αβρότητα του δυτικού savoir vivre, αλλά διένειμαν εξουσίες και αξιώματα. Σταδιακά σχηματίστηκε η μεταπρατική εκείνη τάξη που κυβερνά ακόμη τον τόπο, στηριζόμενη στον ξένο παράγοντα, στο όνομα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας της χώρας μας!

Κοντά σ’ αυτούς έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και αρκετοί ποιμένες του λαού. Αυτοί πρωταγωνίστησαν στο αυτοκέφαλο της ελλαδικής Εκκλησίας, με ορθολογιστικά επιχειρήματα, τα οποία συνέλαβαν οι Βαυαροί, αυτοί ανέχθηκαν την καταστροφή των μοναστηριών πάλι από τους Βαυαρούς και δίωξαν τους Παπουλάκο και Κοσμά Φλαμιάτο, που αποτελούσαν την παρηγοριά του λαού στην επιχείρηση εκφραγκισμού του.

Αλλά τότε, γιατί να γίνεται τόσος λόγος για την σημερινή παρακμή, αφού αντιγράφουμε πιστά τις αθλιότητες των προγόνων μας; Υπάρχει μια διαφορά, μάλιστα άκρως σημαντική, που αδυνατούμε να διακρίνουμε.

Το 1821 ο λαός μας έλαβε την απόφαση να επαναστατήσει για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία. Το σύνθημα “ελευθερία ή θάνατος” πλημμύριζε με ρίγη συγκίνησης τους σκλαβωμένους, όπως προηγουμένως ο θούριος του Ρήγα. Τότε υπήρχαν ηγέτες που ανέλαβαν να σηκώσουν στους ώμους τους το βάρος αυτής της λαχτάρας του λαού. Όχι πως δεν είχαν κι αυτοί πάθη και δεν εκδήλωσαν στην πορεία του αγώνα μικρότητες. Ένα είναι όμως το αναμφισβήτητο, για όσους δεν αναλύουν τα γεγονότα υπό το πρίσμα της μηδενιστικής ιστορίας: Είχαν αγάπη προς την πατρίδα και τον λαό της και ακόμη πνεύμα θυσίας. Παραδείγματα πνεύματος θυσίας έχει να επιδείξει ο αγώνας του 21 πάμπολλα: Των αγνώστων γυναικών της Αραπίτσας, του Εμμανουήλ Παππά, του Αθανασίου Διάκου, του επισκόπου Σαλώνων Ισαΐα, του Μάρκου Μπότσαρη, του επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και όλων, όσοι επιχείρησαν την έξοδο από το Μεσολόγγι, της Μπουμπουλίνας (που δολοφονήθηκε πάμφτωχη από κάποιον εκπρόσωπο νέου “τζακιού” που είχε “φκιαχθεί”), του Παπαφλέσσα (ίσως υπό το βάρος τύψεων), του Γεωργίου Καραϊσκάκη, των Μαυρομιχάληδων (18 θύματα κατά τον αγώνα), έστω και αν τη θυσία τους αμαύρωσε η δολοφονία του Καπποδίστρια λόγω της στρεβλής αντίληψης περί της οφειλής της πατρίδας, (για να αναφερθούμε μόνο στους θυσιασθέντες). Πέρα από τη θυσία υπήρξαν μορφές άκρας ανιδιοτέλειας όπως οι Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Μάρκος Μπότσαρης, Γιάννης Μακρυγιάννης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Δημήτριος Υψηλάντης, που κατάφεραν να ξεπεράσουν πλείστες όσες ανθρώπινες αδυναμίες. Κοντά σ’ αυτούς στέκονται φυσιογνωμίες που θα παραμείνουν ανεξίτηλες για τις ικανότητές τους, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τις στρατηγικές και διοικητικές ικανότητες του οποίου δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει κανείς.

Σήμερα η χώρα μας έπαψε να γεννά ήρωες με αγάπη προς την πατρίδα και πνεύμα θυσίας. Σήμερα όλα είναι προδιαγεγραμμένα από τον ξένο παράγοντα, ο οποίος έχει ως μόνο πρόβλημα να επιλέξει από το πλήθος των υποταγμένων εκείνους που θα εξυπηρετήσουν καλύτερα τα συμφέροντά του. Όμως δεν συνιστά αυτό την πλέον σημαντική αλλοίωση. Άλλο είναι το τραγικό: Ο λαός έχοντας υποστεί επί δύο περίπου αιώνες την προπαγάνδα των υποταγμένων στη Δύση εμφανίζει έντονα σημάδια κόπωσης. Έχοντας απεμπολίσει την πίστη, που τον κράτησε ζωντανό στα χρόνια της πικρής σκλαβιάς, απέβαλε και την αγάπη προς την πατρίδα. Χωρίς οράματα και ιδανικά αποδέχεται πλέον ως φυσιολογικές. λόγω των κοινωνικών μεταβολών, όλες τις αθλιότητες της πνευματικής, πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας. Ποιός θα θεραπεύσει αυτόν τον λαό;
“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
ΑΝΤΙΒΑΡΟ

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ (1759 ή 1767-1834)

ΤΙΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821 ΠΕΡΙΗΛΘΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ (ΣΑΛΩΝΑ). ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΙΣΧΥΡΗ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΚΥΡΙΩΣ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ ΑΡΜΑΤΟΛΟΥ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ.
Σχετικά με τη γέννηση του Πανουργιά αναφέρονται δύο χρονολογίες. Σύμφωνα με μερικές πηγές γεννήθηκε το 1759. 0 ιστορικός Φιλήμων αναφέρει ως έτος γέννησής του το 1767, που φαίνεται ότι είναι το πιθανότερο.
Ο πατέρας του Πανουργιά λεγόταν Ξηροδημήτρης, επειδή ήταν εξαιρετικά αδύνατος. Ήταν προεστός του χωριού Δρέμισα της Παρνασσίδας. Όταν βαπτιζόταν ο ανάδοχός του (νονός) τον πέρασε για κορίτσι και του έδωσε το όνομα Πανώρια ή Πανωραία. Αμέσως, θέλησε να διορθώσει το λάθος του αλλά οι γονείς του Πανουργιά, που ήταν πολύ θεοσεβούμενοι, άφησαν το όνομα το οποίο του δόθηκε με το μυστήριο και απλά τον φώναζαν Πανουργιά. Το όνομα αυτό τελικά έγινε οικογενειακό όνομα (επίθετο των Πανουργιάδων).
Ο Πανουργιάς ως νέος διακρινόταν για το ωραίο του παρουσιαστικό. Η εντυπωσιακή του εμφάνιση έγινε η αιτία να σωθεί η ζωή του όταν για κάποια συνηθισμένη για την εποχή αιτία καταδικάστηκε σε θάνατο. Ένας ισχυρός Τούρκος, ο Δελή Αχμέτ λυπήθηκε τον νέο Πανουργιά και μεσολάβησε να του χαρίσουν τη ζωή. Μάλιστα τον πήρε στην υπηρεσία του. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο περίπου τρόπο είχε σωθεί και ο Αλή πασάς όταν ήταν νέος.
Ο Δελή Αχμέτ έγινε αργότερα κλέφτης και πήρε τον Πανουργιά πρωτοπαλίκαρο. Όταν πέθανε ο Τούρκος κλέφτης ο Πανουργιάς πήρε τη θέση του και συνεργαζόμενος με τον Ανδρούτσο έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη. Μετά τον θάνατο του Ανδρούτσου ο Αλή πασάς, για να απαλλαγεί από τον επικίνδυνο αυτό κλέφτη, τον έκανε αρματολό. Αργότερα ο τελευταίος έγινε πάλι κλέφτης, όταν αντικαταστάθηκε στο αρματολίκι από τον Λάμπρο Σουλιώτη. Επειδή ήταν αδύνατο να τον συλλάβει ο Αλή πασάς έδωσε εντολή και πήραν την οικογένειά του στα Ιωάννινα. Τότε ο Πανουργιάς αναγκάστηκε να παραδοθεί - κατ' άλλους να συλληφθεί - από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και να αποσταλεί στον τύραννο της Ηπείρου. Όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις ο Αλή πασάς δεν έβλαψε τον Πανουργιά αλλά τον κράτησε κοντά του για να τον επιτηρεί.
Όταν ο Αλή πασάς πολιορκήθηκε στα Γιάννενα ο Πανουργιάς κατόρθωσε να φύγει και να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι προύχοντες των Σαλώνων, που ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, χωρίς να ενημερώσουν τον Τούρκο διοικητή ονόμασαν με έγγραφό τους και τον Πανουργιά αρματολό. Επίσης δεν έδιωξαν τον Λάμπρο Σουλιώτη. Κατά το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έναρξη του αγώνα ο Πανουργιάς μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και προύχοντες της περιοχής οργάνωναν με επιμέλεια και φρόνηση τον αγώνα. Ήταν τότε 54 ετών (ή 63, σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή για την ημερομηνία γέννησής του).
Όταν ξέσπασε η επανάσταση στον Μοριά ο Πανουργιάς μετέβη στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, πήρε μαζί του τους προκρίτους της περιοχής για να τους προστατεύει, τακτοποίησε τους άνδρες του, σύστησε εφορία και στις 27 Μαρτίου 1821 ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Έτσι η Άμφισσα έγινε η πρώτη πόλη της Στερεάς Ελλάδας που ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Λίγες ημέρες αργότερα οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν κλειστεί βιαστικά στο κάστρο της πόλης χωρίς να πάρουν πολλά εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Πανουργιάς συγκέντρωσε αρκετά όπλα για τους άοπλους άνδρες του και φρόντισε να μην ενοχληθούν ο αρχηγός των Τούρκων και οι σημαίνοντες από αυτούς, τους οποίους χρησιμοποίησε αργότερα για ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Μεγάλη υπήρξε η δράση του Πανουργιά κατά τους αγώνες που ακολούθησαν, κατά τους οποίους θυσιάστηκαν και μαρτύρησαν πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο μητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας και άλλοι. Αποκορύφωμα υπήρξε η μάχη των Βασιλικών, όπου μαζί με τον εφάμιλλό του Δυοβουνιώτη πέτυχαν περιφανή νίκη κατά των Τούρκων. Εκεί διακρίθηκε ο γιος του Ιωάννης ή Νάκος Πανουργιάς, τον οποίο ο γερο-Πανουργιάς άφησε στη θέση του και μετά τη μάχη πήγε στον Μοριά για να πάρει μέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Εκεί μεσολάβησε, κατά την πολιορκία του Ακροκορίνθου από τον Πλαπούτα, ώστε να γίνει συμφωνία και να φύγουν από το φρούριο 150 Αλβανοί με τα όπλα, τις αποσκευές και χίλια γρόσια ο καθένας.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Πανουργιά, σε συνεργασία με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, στην ήττα του Δράμαλη στον Μοριά. Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας μετά την κάθοδο το Δράμαλη στην Πελοπόννησο σφράγισαν κυριολεκτικά την οδό ανεφοδιασμού του και δεν άφησαν να περάσει ούτε μια άμαξα ή ένα μουλάρι για τον στρατό που φιλοδοξούσε να καταπνίξει την Επανάσταση και ο οποίος καταστράφηκε στα Δερβενάκια.
Τον Ιούλιο τoυ 1824 μια μεγάλη στρατιά υπό τον Αμπάζ πασά κινήθηκε από τη Λαμία προς την Άμφισσα. 0 γερο-Πανουργιάς πρότεινε και πέτυχε να πείσει τους συμπατριώτες του να καλύψουν την περιοχή της Άμπλιανης, μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων. Μια δύναμη 700 ανδρών από τα Σάλωνα με επικεφαλής τον γιο του Νάκο έσπευσε να καταλάβει θέσεις για να κλείσει τον δρόμο του εχθρού. Σε σύντομο διάστημα η δύναμη ενισχύθηκε με σώματα άλλων οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων ήταν ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι. Η μάχη της Άμπλιανης, που διήρκεσε εννέα ώρες, έληξε με μεγάλη νίκη των Ελλήνων, που με ελάχιστες δικές τους απώλειες κατόρθωσαν να σκοτώσουν μεγάλο αριθμό Τούρκων (500 περίπου κατά τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις) και να πάρουν πολλά λάφυρα.
Τον επόμενο χρόνο το άνθος των ανδρών του Πανουργιά σκοτώθηκε κατά τη μάχη στην περιοχή Πέντε Όρνεα εναντίον πολυάριθμων Τούρκων. Ο γιος του Νάκος, μετά την ανακήρυξη του Καραϊσκάκη σε γενικό αρχηγό, τάχθηκε υπό αυτόν και πήρε μέρος στη μάχη του Χαϊδαρίου και στις επιχειρήσεις του στην ανατολική Ελλάδα.
Μετά την έλευση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, και την προσπάθεια αυτού να δημιουργήσει τακτικά στρατεύματα, ο Νάκος Πανουργιάς διορίστηκε πεντακοσίαρχος στη χιλιαρχία του Δυοβουνιώτη. 0 γερο-Πανουργιάς το 1833 διορίστηκε μέλος μιας οκταμελούς επιτροπής η οποία συστάθηκε στο Ναύπλιο για να εξετάσει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι αγωνιστές κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η επιτροπή αυτή συστάθηκε και σε άλλα μέρη μετά τη διάλυση των άτακτων στρατευμάτων από την Αντιβασιλεία. Μετά το τέλος των εργασιών της, ο αγωνιστής επέστρεψε στην Άμφισσα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο (1834).
Ο Πανουργιάς εκτός από την ανδρεία και την ικανότητά του περί τα στρατιωτικά, στα οποία έδειξε μοναδική αποφασιστικότητα, τήρησε συνετή στάση έναντι των αρχόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του, τηρώντας τα μέτρα που αποφάσιζαν και μη επιτρέποντας καμία ανυπακοή ή απειθαρχία.
… / …
περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος 74, Οκτώβριος 2002, σελ. 79

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Η ΕΛΛΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1453-1821

Από την κατάληψη και υποδούλωση στους Τούρκους της Κωνσταντινουπόλεως και περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις οποίες περιελαμβάνοντο και οι περισσότερες περιοχές της σημερινής Ελλάδας, μέχρι την έναρξη της επαναστάσεως του 1821 και την απελευθέρωσης τμήματος της χώρας μας, πέρασαν 368 χρόνια. Σε αυτά τα ατελείωτα χρόνια της σκλαβωμένης πατρίδας, οι Έλληνες πολλές φορές προσπάθησαν χωρίς επιτυχία, να ανακτήσουν την ελευθερία τους με επαναστατικά κινήματα.
Στην διάρκεια των πλέον των τρεισήμισι αιώνων, οι Έλληνες ως Έθνος, αλλά και ως άτομα, υπέστησαν τις μεγαλύτερες συμφορές της Ελληνικής ιστορίας.
Οι Τούρκοι κατακτητές συμπεριφέροντο με βαρβαρότητα και μίσος στους ηττημένους, με σφαγές, βιασμούς, λεηλασίες, δήμευση μεγάλων κτηματικών περιουσιών και μετατροπή των καλύτερων και μεγαλύτερων Χριστιανικών εκκλησιών σε χώρους λατρείας της Ισλαμικής θρησκείας, τα λεγόμενα "Τζαμιά".
Στους μικροκτηματίες έβαζαν εξοντωτικούς φόρους, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι να μη μπορούν να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Επίσης κάθε Έλληνας ηλικίας από δέκα χρόνων και πάνω έπρεπε να πληρώνει κάθε χρόνο τον κεφαλικό φόρο, το λεγόμενο "χαράτζι", για να εξαγοράζει την ζωή του.
Αλλά εκτός από αυτά, οι Τούρκοι κάθε χρόνο άρπαζαν αρχικά περίπου 1.000 αγόρια μικρής ηλικίας, τα οποία μεγάλωναν με την Ισλαμική θρησκεία και τα εκπαίδευαν στις πολεμικές τέχνες και από αυτά τα παιδιά συγκροτούσαν τα φοβερά τάγματα των "Γενίτσαρων" που φημίζονταν για την ανδρεία με την οποία πολεμούσαν και την βαρβαρότητα τους εναντίον των Ελλήνων.
Ο αριθμός των παιδιών που άρπαζαν συνεχώς μεγάλωνε και μέχρι το 1650, που αυτό το φοβερό παιδομάζωμα καταργήθηκε, οι Τούρκοι είχαν στρατολογήσει συνολικά περί τα 500.000 παιδιά.
Σχετικά με την Χριστιανική θρησκεία, ο Μωάμεθ Β΄(6) ο επονομαζόμενος "Πορθητής", αν και μετάτρεψε την Αγία Σοφία και μερικές μεγάλες εκκλησίες σε "Τζαμιά", δεν υποχρέωσε τους Έλληνες να γίνουν Μουσουλμάνοι. Αντιθέτως επέτρεψε στους Χριστιανούς να ασκούν ελευθέρα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και δεν παρενέβη στην λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο παρεχώρησε πολλά προνόμια και ονόμασε Πατριάρχη τον Γεννάδιο Σχολάριο, τον οποίο εκτιμούσε.
Μετά το θάνατο του Μωάμεθ του Πορθητή το 1481, οι διάδοχοί του δεν ακολούθησαν την πολιτική του και άλλαξαν συμπεριφορά ως προς την πίστη των Ελλήνων στην Χριστιανική θρησκεία.
Ο Σουλτάνος Σελίμ Α' 1512-1520 αποφάσισε να απαγορεύσει κάθε εκδήλωση της Χριστιανικής θρησκείας, να μετατρέψει όλες τις εκκλησίες σε "Τζαμιά" και να θανατώσει όλους τους Χριστιανούς, που δεν θα απεδέχοντο τον Ισλαμισμό. Ευτυχώς ο Βεζίρης Πιρί Πασάς και ο Αρχιερέας των Μουσουλμάνων Δζεμαλί, έπειτα από πολλές προσπάθειες, άλλαξαν την απόφαση του και έπαψε να επιμένει στην αλλαγή της θρησκείας των Χριστιανών Ελλήνων, αλλά υλοποίησε την επιθυμία του ως προς τις μεγάλες εκκλησίες, τις οποίες μετέτρεψε σε «Τζαμιά».
Μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως την 29 Μαΐου 1453, οι Ενετοί είχαν στην διοίκηση και κατοχή τους τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, φρούρια της Πελοποννήσου στην Πύλο, Μεθώνη, Κορώνη, Μονεμβασιά, Ναύπλιο αλλά και στην Ναύπακτο, Εύβοια, Κρήτη, αργότερα δε και την Κύπρο. Άλλοι Δυτικοί είχαν στην διοίκηση και κατοχή τους τη Ρόδο και άλλα νησιά του Αιγαίου.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, οι Τούρκοι κατέλαβαν αρκετές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και προσπάθησαν επίσης να καταλάβουν και τις περιοχές και φρούρια υπό την εξουσία των Ενετών και άλλων Δυτικών.
Έπειτα από μακροχρόνιους πολέμους, στην διάρκεια των οποίων οι Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των Ενετών και των άλλων Δυτικών, οι Τούρκοι κατέλαβαν όλες τις περιοχές και φρούρια, εκτός από τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, που έμειναν στα χέρια των Δυτικών. Οι κυριότερες χρονολογίες καταλήψεως των εν λόγω περιοχών και φρουρίων, αλλά και των ονομάτων των κατακτησάντων είναι:
 Μωάμεθ Β' ο Πορθητής, στις 12 Ιουλίου 1470 κατέλαβε την Χαλκίδα και ακολούθως ολόκληρη την Εύβοια, μετά σκληρές μάχες και μεγάλες απώλειες. Το 1458 κατέλαβε την Αθήνα, το 1460 την Πελοπόννησο εκτός από λίγα φρούρια. Το 1461 κατέλαβε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1462 κατέλαβε τη Λέσβο και τη Βλαχία.
 Σουλτάνος Σουλειμάν Β' κατέλαβε στο τέλος του 1522 την Ρόδο. Επίσης κατέλαβε και όλες τις περιοχές και φρούρια των Ενετών στην Πελοπόννησο.
 Σελίμ Β', διάδοχος του Σουλειμάν, κατέλαβε την Κύπρο το 1570-1571.
Ο Σουλτάνος Σουλειμάν Β', ο Μεγαλοπρεπής, ηγήθηκε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1520 έως το 1566. Κατά το διάστημα αυτό, το 1521 κατέλαβε το Βελιγράδι, το 1522 την Ρόδο, το 1526 εισήλθε στην Βόνδα, το 1529 πολιόρκησε τη Βιέννη, το 1534 επιτέθηκε στην Περσία και κατέλαβε την Ταυρίδα και την Βαγδάτη. Υπήρξε ένας από τους πλέον διαπρεπείς Σουλτάνους. Οργάνωσε το στρατό και τη στρατιωτική ιεραρχία. Ανέπτυξε μεγάλη νομοθετική δραστηριότητα στην οργάνωση του κράτους, τη φορολογία, την ιδιοκτησία. Είναι ο πρώτος που αξιοποίησε την ανωτερότητα στην μόρφωση των Ελλήνων με την χρησιμοποίηση τους στην κρατική μηχανή.
Το 1571 έγινε η μεγάλη ναυμαχία της Ναυπάκτου στην οποία έλαβαν μέρος 200 Ενετικά και άλλα Χριστιανικά πλοία και 300 Τουρκικά. Τότε για πρώτη φορά νικήθηκε ο Τουρκικό στόλος. Στην διάρκεια της ναυμαχίας πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν μαχόμενοι κατά των Τούρκων, του μεγάλου εχθρού τους.
Οι Τούρκοι έπειτα από πόλεμο 30 ετών ενίκησαν τους Ενετούς και επί Μωάμεθ Δ, με Βεζίρη τον Αχμέτ Κιοπριλί, κατέλαβαν το 1670 την Κρήτη.
Την ίδια εποχή, του Μωάμεθ Δ΄, οι Ενετοί, υπό τον στρατηγό Μοροζίνη, βοηθούμενοι από Έλληνες, ανακατέλαβαν πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Αργότερα το 1685-1686 ανακατέλαβαν ολόκληρη την Πελοπόννησο, εκτός από τη Μονεμβασιά.
Το 1687 ο Μοροζίνης συνεχίζοντας την νικηφόρο θριαμβευτική προέλαση του κατέλαβε την Αθήνα. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Αθήνας, μία βόμβα των Ενετών έπεσε επάνω στην Ακρόπολη, που δυστυχώς οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε πυριτιδαποθήκη, με αποτέλεσμα την αντίναξή της και την καταστροφή του αριστουργηματικού μνημείου της Αρχαίας Ελλάδας.
Οι Ενετοί το 1699, έπειτα από ειρήνη με τους Τούρκους, περιορίσθηκαν στη Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος Αχμέτ Γ' ανακατέλαβε από τους Ενετούς το 1715 οριστικά και μέχρι το 1821, την Πελοπόννησο.
Στην διάρκεια σχεδόν ολόκληρης της παραπάνω χρονικής περιόδου, από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, υπήρξαν και αρκετές περιοχές της σημερινής Ελλάδας, που δεν τέθηκαν κάτω από την κατοχή των Ενετών ή των Τούρκων, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων. Σε αυτή την περίοδο υπήρξαν και αρκετές ορεινές περιοχές της Ελλάδας, που παρέμειναν εντελώς ανεξάρτητες, οι οποίες είχαν σχηματίσει ένοπλες ομάδες από γενναία παλικάρια, τα ονομαζόμενα "Κλέφτες", με σκοπό την προστασία και διατήρηση της ανεξαρτησίας τους.
Μία από αυτές ήταν και η Μάνη, την οποία οι Τούρκοι, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1670, επιχείρησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν. Τότε ο Βεζίρης Μουσταφά Κιοπρολίς, αδερφός του Αχμέτ, διώρισε ηγεμόνα της τον ομογενή Λιβέρη Γερακάρη και έκτοτε η Μάνη είχε το προνόμιο να διαθέτει ομογενή άρχοντα, υπό Τουρκική επικυριαρχία.
Στις ορεινές περιοχές Ολύμπου, Πηλίου, Πίνδου, Αγράφων και άλλες, οι κάτοικοι τους δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους, οι οποίοι τελικά αναγκάσθηκαν να τους παραχωρήσουν το προνόμιο της ένοπλης φύλαξης των περιοχών τους. Έτσι ιδρύθηκαν τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα των "Αρματωλών", των οποίων όμως οι αρχηγοί τους ήταν υπό τη διοίκηση των Τούρκων Πασάδων. Συνολικά ιδρύθηκαν 17 "Αρματωλίκια".
Οι Τούρκοι, εκτός από την παραχώρηση του παραπάνω προνομίου, είχαν αναγκασθεί από την εποχή του Σουλτάνου Σουλειμάν Β΄ του Μεγαλοπρεπή, να αναγνωρίσουν την πνευματική ανωτερότητα και μόρφωση των επαναπατρισθέντων από την Ιταλία Ελλήνων σπουδαστών, με αποτέλεσμα την χρησιμοποίηση αρκετών από αυτούς ως Διερμηνέων και Γραμματέων, στην Διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες αυτοί κέρδισαν την εμπιστοσύνη και εύνοια των Τούρκων κατακτητών και έτσι βοήθησαν τους άλλους Έλληνες σε πολλές δύσκολες περιστάσεις.
Από την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και άλλων περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η λειτουργία των σχολείων ήταν απαγορευμένη και στα μόνα σχολεία που οι Έλληνες εδιδάσκοντο υποτυπωδώς τη γλώσσα, ιστορία και θρησκεία τους, ήταν τα κρυφά σχολεία, που λειτουργούσαν τα βράδια στις εκκλησίες, με δασκάλους βασικά τους ιερείς της Χριστιανικής θρησκείας, των οποίων η μόρφωση είχε φτάσει στην κατώτερη βαθμίδα.
Από τις αρχές όμως του 17ου αιώνα, είχαν αρχίσει να λειτουργούν εκτός από τη σχολή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, σχολές στην Κρήτη, Αθήνα, Πάτμο, Ήπειρο και αλλού. Παράλληλα αυξήθηκε και η εκπαίδευση των κληρικών και αρκετοί από αυτούς διακρίθηκαν για τη μόρφωση τους. Ιδιαίτερα διακρίθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Άρτας και αργότερα Αθηνών, Μελέτιος.
Από τους πλέον γνωστούς Έλληνες που έλαβαν τον τίτλο και ήσκησαν καθήκοντα του "Μεγάλου Διερμηνέως” ήταν ο προσωπικός φίλος του Βεζίρη Αχμέτ Κιοπριλί, Παναγιώτης Νικούσης. Ο διαπρεπής αυτός Έλληνας, που διακρίθηκε για την διαπραγματευτική του ικανότητα, ήταν υπέρμαχος της δικαιοσύνης και μεγάλος προστάτης της Χριστιανικής θρησκείας, την οποία όχι μόνο προφύλαξε αλλά πέτυχε και πολλά προνόμια γι' αυτή.
Διάδοχος του Παναγιώτη Νικούση υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος ήσκησε καθήκοντα του Μεγάλου Διερμηνέως, αλλά και επί πολλά έτη από το τέλος του 17ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 18ου διηύθυνε την εξωτερική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο σπουδαίος αυτός Έλληνας αναγορεύθηκε και ο εξ' απορρήτων "εκλαμπρότατος". Με τα αξιώματα του αυτά βοήθησε πολύ και ευεργέτησε τους άλλους Έλληνες και την Χριστιανική θρησκεία. Ο γιος του Νικόλαος Μαυροκορδάτος, αναγορεύθηκε ηγεμόνας της Βλαχίας.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος πριν αναλάβει τα υψηλά καθήκοντα του Μεγάλου Διερμηνέως και του εξ' απορρήτων εκλαμπρότατου, εδίδασκε στην Σχολή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Στη Σχολή αυτή εδιδασκόντο η αρχαία Ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία και φυσικές επιστήμες.
Την ίδια εποχή, δηλαδή τον 17ο αιώνα, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να αγωνίζονται με μεγαλύτερη ένταση για να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Σ' αυτό βασικά βοήθησαν η λειτουργία περισσοτέρων σχολείων η αύξηση της εκπαιδεύσεως και η αγάπη των Ελλήνων για μάθηση.
Πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η Σχολή των Ιωαννίνων της Ηπείρου, που ιδρύθηκε το 1690, με πρώτο δάσκαλο τον μαθητή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τον ιερομόναχο Βησαρίωνα Μακρή, που τον διαδέχθηκε ο ιερέας Γεώργιος Σουγδούρης. Οι μαθητές του Σουγδούρη βοήθησαν να καθαρισθεί η Ελληνική γλώσσα από την επιρροή βασικά της Τουρκικής. Απόφοιτοι της Σχολής των Ιωαννίνων έγιναν δάσκαλοι σχολείων στην Θεσσαλονίκη, Αδριανούπολη, Μέτσοβο, Λάρισα και αλλού.
Αργότερα, το 1742, διορίσθηκε δάσκαλος του δεύτερου σχολείου των Ιωαννίνων ο Κερκυραίος Ευγένιος Βούλγαρης, που είχε εκπαιδευθεί στην Ιταλία. Σύντομα έγινε γνωστός σ' όλη την Ελλάδα για την ευφυΐα του και την γλαφυρότητα της γλώσσας του. Το 1750 οι πλούσιοι έμποροι της Κοζάνης τον κάλεσαν να αναλάβει το σχολείο της πόλεως.
Μετά τρία χρόνια, το 1753 ο Πατριαρχεύων Κύριλλος 6ος ίδρυσε νέα Σχολή στον Άθω της Μακεδονίας, με διευθυντή τον Βούλγαρη. Η Σχολή αυτή διαλύθηκε το 1758 και τότε ο Βούλγαρης αρχικά πήγε στην Κωνσταντινούπολη, μετά στη Λειψία και από εκεί στην Πετρούπολη, όπου έγινε Αρχιεπίσκοπος. Κατά τον θάνατο του, που συνέβη το 1806, ο Βούλγαρης άφησε μεγάλο αριθμό συγγραμμάτων και μεταφράσεων. Σχεδόν όλη η πνευματική εργασία του Βούλγαρη εκδόθηκε με δαπάνη της οικογενείας Ζωσιμάδη, που πολύ βοηθούσε στην διάδοση της παιδείας σε ολόκληρο το Ελληνικό έθνος.
Εξ ίσου σπουδαίος με τον Βούλγαρη στην εκπαίδευση του έθνους ήταν ο επίσης Κερκυραίος Νικηφόρος Θεοτόκης. Ο Θεοτόκης εδίδαξε αρχικά στην Κέρκυρα από το 1756 έως το 1762, στην συνέχεια ως ιεροκήρυκας στην Κωνσταντινούπολη και ως δάσκαλος στην Ελληνική σχολή στην πρωτεύουσα της Μολδαβίας το Ιάσιο. Τελικά κατέληξε στην Ρωσία, όπου χρίστηκε Αρχιεπίσκοπος. Με δαπάνη της οικογενείας Ζωσιμάδη εκδόθηκαν τα συγγράμματα του.
Επίσης γνωστοί δάσκαλοι της παραπάνω περιόδου και μέχρι το 1821 είναι ο Νεόφυτος Δούκας, ο Λάμπρος Φωτιάδης, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, που ήταν διευθυντές στη Σχολή του Βουκουρεστίου. Ο Δωρόθεος Πρώτος, που διηύθυνε Σχολή στον Βόσπορο, η οποία ιδρύθηκε το 1803 με ενέργειες του Δημητρίου Μουρούζη, ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στους Τούρκους.
Άλλοι γνωστοί δάσκαλοι της εποχής εκείνης ήταν ο ιερομόναχος Βενιαμίν, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Αθανάσιος Πάριος και πολλοί ακόμα.
Ο περισσότερο γνωστός και σπουδαίος Έλληνας, που συνετέλεσε με την μόρφωση του και τον γραπτό και προφορικό του λόγο στην ψυχική προπαρασκευή των Ελλήνων για να αγωνισθούν στην επανάσταση του 1821 για την ελευθερία τους, είναι ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κοραής γεννήθηκε το 1748 στην Σμύρνη. Ποτέ του δεν υπήρξε δάσκαλος σε κάποια σχολή, αλλά με τα γραπτά του, τις συμβουλές του και τις προτροπές του, διηύθυνε την παιδεία του έθνους τα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Ξύπνησε όλα τα ευγενή αισθήματα στις ψυχές των Ελλήνων, το φιλότιμο την φιλοπατρία, την αυταπάρνηση και την προσφορά ακόμη και της ζωής τους, για να ελευθερώσουν την πατρίδα τους από τον Τουρκικό ζυγό.
Το 1768 η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με Σουλτάνο τον Μουσταφά Γ', κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στην Ρωσία Αυτοκράτειρα ήταν η Αικατερίνη Β', που αμέσως, με την μεγαλοφυΐα που την διέκρινε, σκέφθηκε να χρησιμοποιήσει τους ομόθρησκους με τους Ρώσους χριστιανούς Έλληνες. Πέτυχε την εξέγερση τους, που έγινε με την ηγεσία του έμπιστου αξιωματούχου της Θεόδωρου Ορλώφ, ο οποίος κατέπλευσε στον Οιτύλο με τρία Δίκροτα και τρεις Φρεγάτες, και με πολλά πολεμοφόδια για τους Έλληνες. Οι επαναστατήσαντες Έλληνες, έπειτα από αρκετές επιτυχίες, έλαβαν και νέα Ρωσική ενίσχυση με άλλα πολεμικά πλοία και εφόδια, με τον αδελφό του Θεόδωρου Ορλώφ, Αλέξη.
Έπειτα από αυτά οι επαναστατημένοι Έλληνες απείλησαν την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου την Τρίπολη, αλλά στο μεταξύ οι Τούρκοι έφεραν τα μάχιμα από Αλβανούς τμήματα των Μωαμεθανών της Ηπείρου. Αυτοί έλυσαν την πολιορκία της Τριπόλεως και σκότωσαν περισσότερους από 3.000 Έλληνες χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας. Επίσης με 15.000 Τουρκοαλβανούς κατέλαβαν την Πάτρα και σκότωσαν όλους τους Έλληνες άνδρες και κατέκαυσαν τα σπίτια τους.
Τετρακόσιοι άνδρες από την Λακωνία σκοτώθηκαν στην χωρίς αποτέλεσμα προσπάθεια τους να εμποδίσουν τους Τουρκοαλβανούς να προελάσουν για να καταλάβουν την Κορώνη.
Τότε ο Αλέξη Ορλώφ θεώρησε την όλη πολεμική επιχείρηση ως αποτυχούσα και με τα πολεμικά πλοία αναχώρησε από την Πύλο και εγκατέλειψε τους άμοιρους Έλληνες στην τύχη τους.
Στην επαναστατική προσπάθεια των Ελλήνων της Πελοποννήσου, είχε σπεύσει από τα όρη της Στερεάς Ελλάδας ο αρματολός οπλαρχηγός Ανδρούτσος με τους άνδρες του. Αυτός και οι άνδρες του πολέμησαν με ανδρεία. Μετά όμως νικηφόρες επιχειρήσεις, αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν και έπειτα από ανελέητη καταδίωξη, κατόρθωσαν να διαφύγουν από το Αίγιο με πλοία της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας.
Ο Ρωσικός Στόλος, μετά τον απόπλου του από την Πύλο, έπλευσε προς τα παράλια της Μικρής Ασίας και την νύκτα της 6ης προς την 7η Ιουλίου του 1770 κατάστρεψε με πυρπολικά τον Τουρκικό στην Μυκάλη, κοντά στον όρμο του Τζεσμέ. Τότε διακρίθηκε ο Λάμπρος Κατσώνης, που υπηρετούσε στο Ρωσικό Στόλο ως υπαξιωματικός. Το 1774 οι Ρώσοι έκαναν ειρήνη με τους Τούρκους. Παρ' όλο που μ' αυτή προσπάθησαν να προστατέψουν τους επαναστατήσαντες Έλληνες, οι Τούρκοι τους εκδικήθηκαν και τους τιμώρησαν με λεηλασίες, δήμευση των περιουσιών τους, βασανισμούς και δολοφονίες.
Περισσότερο υπέφερε η Πελοπόννησος από τους στασιάσαντες Αλβανούς, που ήταν κατά πολύ αγριότεροι από τους Τούρκους και δεν εδέχοντο να αναχωρήσουν από εκεί, γιατί δεν τους είχαν πληρωθεί οι μισθοί τους. Τέλος το 1779, ο Χασάν Πασάς, που ήταν Καπετάν Πασάς δηλαδή Αρχιναύαρχος, ανέλαβε να τους εκδιώξει. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου έπειτα από συμμαχία του με τους "Κλέφτες" τους κατετρόπωσε έξω από την Τρίπολη και μόνο λίγοι κατόρθωσαν να φύγουν από την Πελοπόννησο.
Ο Καπετάν Πασάς στην συνέχεια καταδίωξε τους "Κλέφτες" που τους θεώρησε επικίνδυνους σύμμαχους.
Το 1787 ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας επαναλήφθηκε, με συνέπεια να γίνουν νέες επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων. Μία απ' αυτές ήταν του Λάμπρου Κατσώνη, που το 1790 έφθασε στην Τεργέστη από την Ρωσία και αφού με την υποστήριξη πλουσίων Ελλήνων εμπόρων της Σμύρνης και της Κωνσταντινουπόλεως όπλισε δώδεκα πλοία, άρχισε ναυτικό αγώνα κατά Τουρκικών εμπορικών και πολεμικών πλοίων.
Την ίδια εποχή οι κάτοικοι των ορεινών χωριών του Σουλίου της Ηπείρου, έκαναν σκληρό αγώνα κατά του αιμοβόρου και αδίστακτου Τούρκου άρχοντα της Ηπείρου Αλή Πασά.
Σε βοήθεια των Σουλιωτών είχαν σπεύσει και πολλοί άνδρες από την υπόλοιπη Ήπειρο και Θεσσαλία, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Ανδρούτσος, που από την αποτυχημένη επανάσταση του 1769 βρισκόταν συνεχώς σε κλεφτοπόλεμο με τους Τούρκους.
Τελικά το 1792 η Ρωσία έκανε νέα ειρήνη με την Τουρκία, με αποτέλεσμα οι επαναστατημένοι Έλληνες να αφεθούν και πάλι στην τύχη τους. Ο Κατσώνης αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα πλοία του και να καταφύγει αρχικά στη Μάνη και στη συνέχεια στην Ρωσία.
Ο Ανδρούτσος διέφυγε στην Ενετία, με πρόθεση να καταφύγει στην Ρωσία, αλλά οι Ενετοί τον παρέδωσαν στους Τούρκους, από τους οποίους εκτελέσθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Σουλιώτες εξακολούθησαν τον πόλεμο κατά του Αλή Πασά και τότε έγιναν γνωστοί για τους αγώνες τους και την ανδρεία τους οι Τζαβελαίοι. και οι Μποτσαραίοι.
Γύρω στο τέλος του 1803, αναγκάσθηκαν οι Σουλιώτες να συνθηκολογήσουν, με την συμφωνία να εγκαταλείψουν ειρηνικά την Ήπειρο, αλλά ο Αλή Πασάς δεν την τήρησε και πολλοί από του Σουλιώτες στην προσπάθεια τους να διαφύγουν στην Πάργα και τα Νησιά του Ιονίου σκοτώθηκαν.
Τότε ζούσε στο Βουκουρέστι ο Έλληνας ο Ρήγας Φεραίος, που με την βοήθεια πλουσίων και αρχιερέων συνέλαβε την ιδέα να υποκινήσει σε επανάσταση κατά του Σουλτάνου, τον Τούρκο δυνάστη του Βιδινίου. Στην συνέχεια πήγε στην Βιέννη για να ζητήσει την βοήθεια λογίων και πλουσίων Ελλήνων εμπόρων. Εκεί ασχολήθηκε με την προετοιμασία της εξεγέρσεως των Ελλήνων με την σύνταξη νόμων και πολεμικών σχεδίων, αλλά και ποιημάτων με εθνικό περιεχόμενο.
Το 1797, με σκοπό να συναντήσει τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην Ενετία ώστε να συνεννοηθεί μαζί του για τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, πήγε στην Τεργέστη. Εκεί συνελήφθη και παραδόθηκε με άλλους επτά συνεργάτες του στην Τουρκική κυβέρνηση, έπειτα από απαίτηση της, και θανατώθηκε στο Βελιγράδι της Σερβίας.
Την ίδια εποχή, οι Έλληνες είχαν αναπτύξει μεγάλη ναυτική εμπορική δραστηριότητα, που σ' αυτήν διακρίθηκαν οι ναυτικοί των νησιών της Ύδρας των Σπετσών και των Ψαρών.
Οι Έλληνες ναυτικοί, για να μπορούν να υπερασπίζονται τη ζωή τους και τα πλοία τους από τους πειρατές της βορείου Αφρικής, τα όπλιζαν με κανόνια, σαν τα πολεμικά και εξασκούντο σε συμπλοκές μεταξύ πλοίων. Αυτοί οι δύο παράγοντες, εξοπλισμός εμπορικών πλοίων και εκγύμναση των πληρωμάτων τους σε ναυτικές συμπλοκές, τους βοήθησαν αργότερα, όταν άρχισε ο μεγάλος απελευθερωτικός αγώνας του 1821, στην μετατροπή των πλοίων τους σε Ελληνικό πολεμικό στόλο.
Επίσης, λίγο αργότερα το 1814, μερικοί νέοι Έλληνες πατριώτες από την Ελληνική παροικία της Οδησσού, ίδρυσαν μία μυστική πατριωτική οργάνωση που την ονόμασαν "Εταιρεία των Φιλικών", που σκοπός της ήταν η γενική επανάσταση του Ελληνικού Έθνους κατά των Τούρκων.
Η "Εταιρεία των Φιλικών" μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα απέκτησε πολλούς νέους οπαδούς από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Λόγιοι, πολιτικοί άνδρες, αρχιερείς, έμποροι, ναυτικοί και αρματωλοί, πύκνωσαν τις τάξεις της από όλες τις χώρες που υπήρχαν Έλληνες, από την Ιστρία μέχρι την Κρήτη και από τα Ιόνια Νησιά μέχρι την Μικρή Ασία.
Η συνωμοτική δράση της "Εταιρείας των Φιλικών" ποτέ δεν αποκαλύφθηκε και δεν προδόθηκε στους Τούρκους και έτσι παρέμεινε μυστική μέχρι την κήρυξη του απελευθερωτικού αγώνα το 1821.
Το 1820 από το Συμβούλιο των Φιλικών αναγορεύθηκε αρχηγός ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που ήταν υπασπιστής του Ρώσου Αυτοκράτορα Αλέξη και είχε προαχθεί στον Ρωσικό στρατό στον βαθμό του Στρατηγού. Ο Υψηλάντης ήταν γιός του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, που είχε διατελέσει ηγεμόνας της Βλαχίας. Το 1813 σε μάχη μεταξύ Ρώσων και Γάλλων είχε επιδείξει μεγάλη ανδρεία και είχε χάσει τον δεξιό του βραχίονα. Την άνοιξη του 1821 ο Υψηλάντης μπήκε στην Μολδοβλαχία και κήρυξε την έναρξη του αγώνα, που συγχρόνως άρχισε στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Τότε το σκλαβωμένο Ελληνικό έθνος βρέθηκε έτοιμο για τον απελευθερωτικό του αγώνα, στηριζόμενο στους απαραίτητους για την επιτυχή έκβαση του παράγοντες.
 Tην πνευματική προετοιμασία του λαού του, από διανοούμενους και λόγιους πατριώτες για την δημιουργία ικανών πολιτικά και στρατιωτικά ηγετών.
 Tην δημιουργία αρκετών στρατιωτικών σχηματισμών ξηράς από τους "αρματωλούς" και τους "κλέφτες”.
 Την δημιουργία πολεμικού στόλου από τα εμπορικά πλοία των νησιωτών.
 Την ύπαρξη ικανών οικονομικών πόρων από τους πλούσιους Έλληνες εμπόρους του εξωτερικού και της νησιωτικής Ελλάδας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, εκδόσεως ΕΡΜΗΣ, σε πρώτη μορφή, 1970
2. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, 1960
3. «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ 324-1453», Τόμοι Α και Β, του Α.Α.Βασίλιεφ
MAXOY YΠEP ΠIΣTEΩΣ KAI ΠATPIΔOΣ
H ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Eυρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι, να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι' αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. (...)
Eίναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι ου πάντοτε νικώμεν: λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν.
Mεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος και ωφελιμοτέρως την δουλεύση. Tο έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους Δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις. (...)
Eις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς Mας Προσκαλεί!
Aλέξανδρος Yψηλάντης
Tην 24ην Φεβρουαρίου 1821