Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ

Ο Ρήγας Φεραίος υπήρξε από τους μεγαλύτερους δάσκαλους και εθνομάρτυρες του Γένους.


· Η ζωή του
Γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο. Από την ιδιαίτερη αυτή πατρίδα του εξάλλου απέκτησε και το όνομα Βελεστινλής, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Κυριαζής ή Κυρίτζης. Το επώνυμο Φεραίος προφανώς αποτελεί δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων και οφείλεται στο αρχαίο όνομα της γενέτειράς του "Φέραι".
Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε στη Ζαγορά του Πηλίου. Κατόπιν κατέφυγε στον Όλυμπο, για να μείνει για λίγο καιρό κοντά στο συγγενή του αρματολό Ζήρα, προκειμένου να αποφύγει την καταδίωξη της τουρκικής εξουσίας. Από εκεί έφυγε για να πάει στο Άγιο Όρος και σε ηλικία 20 χρονών στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνωρίστηκε με επιφανείς Φαναριώτες και γρήγορα έγινε γραμματικός καταστιχάριος του Αλέξανδρου Υψηλάντη και αργότερα γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας, Μαυρογένη. Αργότερα, διορίστηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας βαρόνου Λάγκεφελντ, ο οποίος είχε ελληνική καταγωγή, και τον συνόδεψε στη Βιέννη. Στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της αυστριακής πρωτεύουσας, ο Ρήγας, με τον ενθουσιώδη πατριωτισμό και τους υψηλούς οραματισμούς, νόμισε ότι βρήκε τις κατάλληλες συνθήκες για την ευόδωση των εθνικών του σχεδίων. Την ίδια περίοδο, το 1790, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, που είναι μια μετάφραση σειράς γαλλικών ερωτικών διηγημάτων. Η έκδοση του βιβλίου του αυτού αποτελούσε το εισιτήριο στο χώρο των γραμμάτων, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του, επαναπροσδιορίζοντας ωστόσο στόχους και επιδιώκοντας τη μόρφωση και την αφύπνιση του σκλαβωμένου λαού του.

Το 1791 πήγε στο Βουκουρέστι, εμποτισμένος και επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και με χαλυβδωμένη την απόφαση να πρωτοστατήσει στην απελευθέρωση της πατρίδας του, καθώς και των Βαλκανικών χωρών. Της ελπίδες του Ρήγα αναπτέρωσε η εμφάνιση του Ναπολέοντα. Πίστεψε στην προσωπικότητα του και ήλθε σε μυστικές συνεννοήσεις μαζί του, καθώς επίσης και με επίσημους γαλλικούς κύκλους. Ταυτόχρονα, άρχισε να γράφει και να κυκλοφορεί μυστικά προκηρύξεις, χάρτες, εικόνες, πατριωτικά θούρια και πολλά άλλα φυλλάδια που σκοπό είχαν την αφύπνιση του υπόδουλου Γένους. Κέντρο δράσης του εξακολουθούσε να είναι η Βιέννη, όπου ανθούσε η ελληνική παροικία στο εμπόριο και τα γράμματα και στην οποία ήταν συγκεντρωμένοι οι μεγαλύτεροι γραμματικοί και λόγιοι της εποχής του. Εκεί στρατολόγησε συνεργάτες, ενώ παράλληλα συντηρούσε πράκτορες και σε άλλες πόλεις της Δύσης και της Ανατολής.
Προς το τέλος του 1797 αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο από εκεί, πλαισιωμένος αυτή τη φορά από μια σειρά από συνεργάτες. Στο ταξίδι της επιστροφής είχε μαζί του κιβώτια γεμάτα επαναστατικές προκηρύξεις. Η αυστριακή όμως αστυνομία ανακάλυψε το έντυπο υλικό και συνέλαβε τον ίδιο και τους συνεργάτες του στην Τεργέστη. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στη Βιέννη και ύστερα από διάβημα της Υψηλής Πύλης παραδόθηκε στον πασά του Βελιγραδίου, ο οποίος και τον στραγγάλισε με κάθε μυστικότητα, κατά ρητή διαταγή της κυβερνήσεώς του.

· Το έργο του
Το έργο του, παρά το σύντομο της ζωής του, υπήρξε πραγματικά τεράστιο τόσο σε έκταση, όσο και σε περιεκτικότητα. Το 1790 στη Βιέννη εξέδωσε δύο βιβλία, το "Σχολείο των ντελικάτων εραστών" και το "Φυσικής απάνθισμα". Το 1797, πάλι στη Βιέννη, εξέδωσε τον "Ηθικό τρίποδα" και τον "Νέο Ανάχαρση. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε στη Βιέννη επίσης τους "Ύμνους" του, καθώς και την περίφημη "Χάρτα" του. Ένα χρόνο πριν είχε εκτυπώσει κρυφά στη Λειψία της Γερμανίας τη "Δημοκρατική προκήρυξη". Το σημαντικότερο από τα έργα του αποτελεί η "Νέα πολιτική διοίκησης των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδονίας". Σ' αυτό το έργο του είχε συμπεριλάβει και τον περίφημο "Θούριό" του, ο οποίος τόσο ενθουσιασμό προκαλούσε "εις πάσαν ελληνικήν καρδίαν", ώστε το άκουσμά του μετέβαλλε τους "απλοϊκούς υπηρέτας εις υπερανθρώπους"

Η λογοτεχνική προσφορά του Ρήγα δε δύναται βέβαια να διεκδικήσει υψηλή ποιητική θέση. Ωστόσο είναι κάτι μνημειώδες και μεγάλο. Ο Παλαμάς γράφει σχετικά: " Ο άνθρωπος αυτός δεν γράφει στίχους, σαλπίζει στίχους", "…το κήρυγμα του Ρήγα μεταβάλλεται εις άσμα. Και μόνη της ειλικρινείας του η ζέσις και της θελήσεώς του η ορμή το εξαίρουν εις ποίημα". Νωρίτερα ο Κούμας είχε γράψει: "Με γλώσσαν τόσον δημώδη, ώστε την εκαταλάμβανε πάσα τάξις ελληνική, εις νόμον νουσικόν όστις ήτο πάγκοινος εις τα στόματα όλης της κατωτέρας κλάσεως της Στερεάς Ελλάδος, εσύνθεσε ωδήν παθητικότατην…Μιικροί και μεγάλοι και αυταί αι γυναίκες έψαλλον την του Ρήγα ωδήν εις παν συμπόσιον και εις πάσαν συντροφίαν. Αυτός ακριβώς ήταν ο εθνομάρτυρας Ρήγας, ο άνθρωπος που κατάφερε να μιλήσει στις ψυχές ολόκληρου του σκλαβωμένου έθνους.

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ

Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος) γεννήθηκε στην Αναστασίτσα Αρκαδίας το 1782, από τον Σταματέλο Τουρκολέκα και την Σοφία Καρούτσου, που ήταν αδερφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο χωριό του πατέρα του, αλλά σε ηλικία ένδεκα χρόνων ακολούθησε τον πατέρα του, που ήταν κλέφτης. Στη συνέχεια εντάχθηκε ως "μπουλουξής" στο σώμα του περιώνυμου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιστιώτη, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του και τα σωματικά του χαρίσματα.

Το 1805 με τον διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου πήγε στην Ζάκυνθο, εντάχθηκε στα Ρώσικα τάγματα και πολέμησε στην Ιταλία κατά του Ναπολέοντος. Αργότερα επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι τα είχαν καταλάβει με την συνθήκη Τίλσιτ. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρίσκονταν στην Καλαμάτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τον Η. Χρυσοσπάθη. Για ένα διάστημα μαζί με τον Αναγνωσταρά και τον Δ. Πλαπούτα περιόδευε την Πελοπόννησο για τους σκοπούς της Εταιρίας. Στις 23 Μαρτίου μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς. 'Υστερα από αυτό κατευθύνθηκε προς την Τριπολιστά και στις 12-13 Μαΐου πήρε μέρος στη μεγάλη μάχη του Βαλτετσίου Αρκαδίας, επικεφαλής 800 αγωνιστών. Αποφασιστική όμως ήταν η συμβολή του στη νίκη των Ελλήνων στα Δολιανά, όπου, ενώ κατευθυνόταν στον Ναύπλιο, με 150 μόλις αγωνιστές αντιμετώπισε πολλαπλάσιους (περί τους 6000) Τούρκους με επικεφαλή τον Κεχαγιάμπεη. Η φθορά που προκάλεσε στον εχθρό ήταν τόσο εντυπωσιακή ώστε από τότε ονομάστηκε Τουρκοφάγος και προήχθη σε στρατηγό. Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Κολοκοτρώνη να διευθύνει την πολιορκία του Ναυπλίου. Δεν έμεινε όμως για πολύ έφυγε για την Ανατολική Στερεά, όπου οι επαναστάτες της Αθήνας τον εξέλεξαν αρχηγό τους. επειδή αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Μαυρομιχαλαίων, πήγε στην Λιβαδειά και συνεργάστηκε με τον Ο. Ανδρούτσο στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη τις Λιβαδειάς. Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο, πήρε, υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη, ενεργό μέρος στην πολιορκία της Τριπολιστάς και κατά την άλωση της πόλης ήταν από τους ελάχιστους αρχηγούς που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη διανομή των λαφύρων.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1821 συμμετείχε στην άτυχη έφοδο κατά του Ναυπλίου όπου κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί. Τον Απρίλιο του 1822, μαζί με 700 αγωνιστές, πήγε πάλι στην Ανατολική Στερεά και πολέμησε μαζί με τον Ανδρούτσο στη Στυλίδα και την Αγία Μαρίνα. Κατά την εκστρατεία του Δράμαλη συνέβαλε αποφασιστικά στην απόκρουση των Τούρκων στα Μεγάλα Δερβένια, όπου διασκόρπισε την φρουρά που είχε εγκατασταθεί εκεί, άλλα κυρίως στον 'Αγιο Σώστη στις 26 Ιουλίου 1822, όπου οι Τούρκοι έπαθαν μεγάλες καταστροφές. Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή του στη μάχη στο Αγιονόρι, δύο ημέρες αργότερα, κατά οι Τούρκοι είχαν πάνω από 600 νεκρούς. Η ανιδιοτέλεια του καταδείχθηκε όταν , όταν από το πλίθος των λαφύρων, πείστηκε να δεχθεί ένα πολύτιμο σπαθί, το οποίο ώμος πρόσφερε αργότερα σε ένα έρανο που από την προσωρινή κυβέρνηση για τον ανεφοδιασμό του Μεσολογγίου.

Το καλοκαίρι του 1823 επέστρεψε την Πελοπόννησο. Κατά τις εμφύλιες διαμάχες που ακολούθησαν στάθηκε στο πλευρό του Θ. Κολοκοτρώνη και έγινε αντίπαλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Ωστόσο απέφευγε να παίρνει μέρος στις μάχες και προσπαθούσε πάντα να επιτύχει συμβιβασμό. Μετά την οριστική επικράτηση των κυβερνητικών κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου πέρασε στην υπηρεσία του Δ. Μακρή. Κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή στη δεύτερη πολιορκία.

Μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, δόθηκε αμνηστία. Τότε επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Επικεφαλής στρατιωτικού σώματος πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Αιγυπτίων, ενώ παράλληλα αρνήθηκε να υπογράψει το "Ψήφισμα της Υποτέλειας" με το οποίο αναγνωριζόταν ως μοναδική "προστάτιδα" δύναμη της Ελλάδας η Μεγάλη Βρετανία. Το 1826, με 800 αγωνιστές, ακολούθησε τον Γ. Καραϊσκάκη στην εκστρατεία του στην Ανατολική Στερεά. Πήρε μέρος στη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στην Αράχοβα (Νοέμβριος 1826). Αρρώστησε όμως σοβαρά από πλευρίτιδα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Ναύπλιο. Μόλις ανάρρωσε, συνέχισε τον αγώνα κατά του Ιμπραήμ υπό τον Κολοκοτρώνη. Κατά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε διοριστεί αρχηγός της φρουράς. Στη συνέχεια όμως πήγε πάλι στην αττική και συμμετείχε στην εκστρατεία κατά του Κιουταχή υπό τον Καραϊσκάκη και την πανωλεθρία των Ελλήνων στο Φάληρο (24.4.1827) γύρισε στην Πελοπόννησο και αντιμετώπισε τον Ιμπραήμ στην Μεσσηνία.

Επί Καποδίστρια υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη και στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του 'Αργους το 1829 πήρε μέρος ως πληρεξούσιος του Λεονταριού. Πολιτικά ακολουθούσε την Ρωσόφιλη παράταξη και στο διάστημα της αντιπολίτευσης κατά του Καποδίστρια στάθηκε στο πλευρό του. Μετά την άφιξη του 'Όθωνος έζησε απομονωμένος. Όταν όμως εξερράγη αντικυβερνητικό κίνημα στη Μεσσηνία τον 'Αυγουστο του 1834 φυλακίστηκε για λίγο από την βαβαρική Αντιβασιλεία. Το 1839 τον εμφάνισαν σαν ως στρατιωτικό αρχηγό της "Φιλορθόδοξης Εταιρείας", της οποίας στόχοι ήταν η απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και η στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Δικάστηκε στις 11 Ιουλίου 1840, η ενοχή του όμως δεν αποδείχθηκε και αθωώθηκε. Η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης, η οποία τον κράτησε υπό περιορισμό στην Αίγινα. Τελικά αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός και με κατεστραμμένη υγεία στις 18 Σεπτεμβρίου 1841. Αποτραβήχτηκε με την οικογένεια του στον Πειραιά, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μετά την συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1847 διορίστηκε μέλος της Γερουσίας. Από εκεί είχε μία μικρή σύνταξη, που ήταν και ο μοναδικός πόρος της ζωής του. Από την γυναίκα του Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά, απέκτησε έναν γιο, τον Γιάννη, που έγινε στρατιωτικός, καθώς και δύο κόρες: την Ρεγγίνα και άλλη μία που τρελάθηκε από την λύπη της όταν τον είδε σε κακή κατάσταση μετά την πολύμηνη φυλάκιση του στην 'Αιγινα.

ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ

Ηρωίδα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Κόρη του Νικολάου Μαυρογένους, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Πριν κηρυχθεί η επανάσταση, ήρθε με τον πατέρα της στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Τήνο.

Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

΄Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.

Πέθανε το 1848. Το σπίτι που πέθανε στην Πάρο σώζεται μέχρι σήμερα.

Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".

Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".

Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

· Η ζωή του
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1766. Ήταν γιος του Αντωνίου Καποδίστρια και τα μέλη της οικογένειας του έφεραν τον τίτλο του κόμη. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε στην Κέρκυρα και έπειτα σπούδασε ιατρική στην Πάντοβα της Ιταλίας. Όταν γύρισε στην πατρίδα του άσκησε την ιατρική μέχρι το 1803, οπότε διορίστηκε γραμματέας της Ιονίου Πολιτείας. Το 1807, όταν τα στρατεύματα του Μ. Ναπολέοντα κυρίευσαν για δεύτερη φορά τα νησιά του Ιονίου, ο Καποδίστριας έφυγε για την Τσαρική Ρωσία, όπου διακρίθηκε αμέσως για την αξιοσύνη του και κατάφερε να εισέλθει γρήγορα στους κύκλους της τσαρικής αυλής. Το 1811 διορίζεται γραμματέας της ρώσικης πρεσβείας στη Βιέννη, ενώ το 1812 ο ίδιος ο Τσάρος τον έκανε "σύμβουλο του κράτους". Έχοντας το αξίωμα αυτό πήρε μέρος με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσσερλοντ στις διασκέψεις του Παρισιού και της Βιέννης, ύστερα από την πτώση του Ναπολέοντα. Το 1813 ο Τσάρος, έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητες του Έλληνα διπλωμάτη, τον έστειλε στην Ελβετία, με σκοπό να αποσπάσει τη χώρα από την επιρροή της Γαλλίας. Εκεί κατάφερε να συμφιλιώσει τα αντιμαχόμενα καντόνια και εφάρμοσε το ομοσπονδιακό σύστημα, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα. Η ελβετική πολιτεία για τις υπηρεσίες του αυτές τον ανακήρυξε επίσημο πολίτη. Το 1815 ο τσάρος τον διόρισε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας. Οι αντιδράσεις όμως των κύκλων της Ιερής Συμμαχίας, η οποία φανερά υποστήριζε τους Τούρκους και αντιπαθούσε τους Έλληνες, καθώς και το έκδηλο ενδιαφέρον του Καποδίστρια για την Ελληνική Επανάσταση, η ποία προετοιμαζόταν, έφεραν σε δύσκολη θέση τον Τσάρο, που διόρισε τελικά συνυπουργό των Εξωτερικών τον Νέσσερλοντ. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ο Καποδίστριας κατάλαβε τη δυσπιστία του Τσάρου προς αυτόν και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Έτσι η Ιερή Συμμαχία κατάφερε να απομακρύνει τον Καποδίστρια από τη διεθνή πολιτική σκηνή.

· Η θέση του στην Ελληνική Επανάσταση
Ο Καποδίστριας, μολονότι υποστήριζε με κάθε τρόπο το υπόδουλο ελληνικό γένος, θεωρούσε την κήρυξη της επανάστασης πρόωρη, γιατί κατά τη γνώμη του έμπειρου διπλωμάτη οι συνθήκες ήταν δυσμενείς. Έτσι, όταν του πρότειναν να αναλάβει την αρχηγία της Φιλικής Εταιρίας, αρνήθηκε. Το 1820, όταν ήταν ακόμα υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, αρνήθηκε την αρχηγία της Επανάστασης, ύστερα από πρόταση του Ξάνθου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ύστερα, όμως, από την κήρυξη της Επανάστασης, ο Καποδίστριας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και προσπάθησε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τους υπόδουλους Έλληνες, ασκώντας κυρίως μεγάλη επιρροή στον τσάρο, προκειμένου να τον ευαισθητοποιήσει απέναντι στους Ορθόδοξους της Ανατολής, που υπέφεραν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό. Και παρόλο που οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης κατάφεραν να φέρουν σε αντίθεση τον Καποδίστρια με το Ρώσο Αυτοκράτορα και να τον απομακρύνουν από το διεθνή διπλωματικό στίβο, αυτός κατάφερε να περισώσει την Ελληνική Επανάσταση στην πιο κρίσιμη στιγμή της. Γιατί ενώ την ίδια εποχή η Ιερή Συμμαχία κατέπνιγε βίαια κάθε επαναστατικό κίνημα στη Ευρώπη, ο Καποδίστριας με την επιδεξιότητα και τις αναγνωρισμένες διπλωματικές ικανότητες του, κατόρθωσε να πείσει τις μεγάλες δυνάμεις να αναγνωρίσει το υπόδουλο ελληνικό έθνος ως εμπόλεμο κράτος. Έτσι απέτρεψε την κατάπνιξη της ελληνικής επανάστασης και επιπλέον δημιούργησε θετικές προϋποθέσεις για το μέλλον. Στις 2 Απριλίου του 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ύστερα από πρόταση του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη, τον εξέλεξε κυβερνήτη της Ελλάδας. Τότε αμέσως από το Παρίσι όπου βρισκόταν, επισκέφτηκε την Πετρούπολη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, για να αποσπάσει οικονομική βοήθεια, η οποία ήταν αναγκαία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

· Το κυβερνητικό του έργο
Ο Ιωάννης Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο το Γενάρη του 1828 για να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Οι Έλληνες τον υποδέχτηκαν στην πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους με πολλές τιμές και μεγάλο ενθουσιασμό. Η χώρα όμως που μόλις είχε βγει από μακροχρόνια επανάσταση όπως ήταν φυσικό βρισκόταν σε αποδιοργάνωση και αναρχία. Ο Καποδίστριας κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη συγκρότηση του κράτους και την αποκατάσταση της τάξεως. Από τα πρώτα του έργα ήταν η καταδίωξη των πειρατών του Αιγαίου, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ των Ελλήνων και των άλλων ευρωπαϊων, η ίδρυση της Σχολής των Ευελπίδων, η απογραφή του πληθυσμού, η διαίρεση της Πελοποννήσου σε 9 νομούς και η παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στους άνδρες πάνω από 25 χρονών. Επιπλέον ίδρυσε το Εθνικό Νομισματοκοπείο, το πανεπιστήμιο της Αθήνας και φρόντισε για θέματα δικαιοσύνης με τη θέσπιση νόμων. Επίσης υποστήριξε τη γεωργία και έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την καλλιέργεια της πατάτας. Ο Καποδίστριας όμως κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό, γιατί, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα δύσκολα προβλήματα του κράτους, συγκέντρωσε σχεδόν όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του και προσπάθησε να μεταφυτεύσει θεσμούς ευρωπαϊκούς, ξένους προς τον χαρακτήρα των Ελλήνων. Έτσι, δημιουργήθηκαν δυσαρέσκειες ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις, οι οποίες καλλιεργήθηκαν από τη διπλωματία της Αγγλίας και της Γαλλίας και οι οποίες θεωρούσαν τον Καποδίστρια όργανο της ρώσικης πολιτικής. Οι δυσαρέσκειες αυτές οδήγησαν σε εξεγέρσεις πολλών αγωνιστών, όπως των Μαυρομιχαλαίων, των Κουντουριώτιδων και άλλων, με αποτέλεσμα, στις 9 Οκτωβρίου του 1831, Κυριακή πρωί, ενώ ο Καποδίστριας πήγαινε να εκκλησιαστεί στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, ο Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, τον περίμεναν και το δολοφόνησαν έξω από το ναό. Ο πρώτος από τους δολοφόνους σκοτώθηκε αμέσως στο χώρο του εγκλήματος από το εξαγριωμένο πλήθος, ενώ ο δεύτερος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε αργότερα. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια την εξουσία ανέλαβε τριμελής επιτροπή από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια και τον Ιωάννη Κωλέτη. Εντούτοις, η έλλειψη του Καποδίστρια από την πολιτική ζωή της Ελλάδας, σήμανε αμέσως την έναρξη της αναρχίας και της αποδιοργάνωσης του κράτους.