Ποτέ ξανά κίτρινα δόντια

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΙΝΙΟΥ

Η κωμόπολη του Αιγινίου είναι χτισμένη σε λοφώδη έκταση που αποτελεί μέρος των Πιερίων, και βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Αλιάκμονα και μόλις 5 χλμ από τη θάλασσα.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν βρεθεί στην κοντινή περιοχή, χρονολογούν την ύπαρξή του στον 7ο π.Χ. αιώνα. Τα ευρήματα αυτά έχουν ανασκαφεί τόσο στα Παλιάμπελα και στην Κυψέλη Ημαθίας, όσο και στην περιοχή της Πύδνας, και μαρτυρούν το πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων, καθώς και την αδιάλειπτη κατοίκηση της περιοχής.

Η έλλειψη ιστορικών στοιχείων μας οδηγεί στο αναγάγουμε τις πληροφορίες από τα μέχρι τώρα γνωστά ευρήματα καθώς και από αναφορές των ιστορικών.

Το όνομα Αιγίνιο προέρχεται από τη ρίζα αιγ = που κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από τη δωρική λέξη αίγαι = κύματα, του ρήματος αίσω = κινούμαι ορμητικά.

Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση του πρώτου οικισμού, μπορούμε εύκολα –λόγω του ονόματός του-να τον τοποθετήσουμε προς το μέρος της θάλασσας και όχι ψηλότερα στους πρόποδες των λόφων. Αν και υπάρχουν αρχαιολόγοι που τοποθετούν το Αιγίνιο δυτικότερα στα υψώματα ή και στα Πιέρια Όρη, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η αρχαία πόλη βρισκόταν στη σημερινή θέση του Αιγινίου. Αυτή η άποψη ενισχύεται και από το πλήθος αρχαίων ευρημάτων που έχουν βρεθεί στις εκκλησίες της Παναγίας (κιονόκρανο και αρχαίοι ογκόλιθοι) και του Αγίου Αθανασίου(κεφάλι γυναίκας ρωμα’ι’κων χρόνων). Ανάλογα ευρήματα, κατέγραψε και ο Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey που πέρασε από το χωριό τον 19ο αιώνα.

Πολύ σημαντική ήταν η εποχή της βασιλείας του Αρχέλαου που θωράκισε στρατιωτικά την περιοχή, όπου έχτισε φρούρια, χάραξε δρόμους και ίδρυσε την Πέλλα, όπου μετέφερε τον 5ο αιώνα π.Χ. την πρωτεύουσα του Μακεδονικού Κράτους. Το Αιγίνιο ισχυροποίησε τη θέση του, όντας επάνω στην αρχαία οδό που οδηγούσε από την Πέλλα και τη Θεσσαλονίκη στη νότια Ελλάδα, μέσω Μεθώνης-Πύδνας-Ηράκλειου(Πλαταμώνα). Η οδός αυτή εξελίχθηκε σε εμπορική αρτηρία, απ’ όπου περνούσαν τα εμπορικά καραβάνια και μετέτρεπε τις πόλεις από τις οποίες περνούσε σε μεγάλα εμπορικά κέντρα.

Ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος, αναφέρει το Αιγίνιο σαν μια πόλη ισχυρή, μέχρι την κατάληψή του από τις ρωμα’ι’κές λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου, αμέσως μετά τη μάχη της Πύδνας, το καλοκαίρι του 168 π.Χ. Η τεράστιας σημασίας μάχη της Πύδνας, που κατέληξε σε ήττα του Βασιλιά των Μακεδόνων Περσέα, προδιάγραψε και τη μοίρα του Αιγινίου.

Μετά την Πύδνα που παραδόθηκε στους Ρωμαίους και καταστράφηκε ολοσχερώς, πολιορκήθηκε το Αιγίνιο από τον στρατηγό Ανίκιο. Η θέληση για αντίσταση των κατοίκων και της φρουράς που το προστάτευε ήταν τόσο ισχυρή, που οδήγησε στην ηρωική έξοδο των Αιγινιωτών, σκοτώνοντας 200 Ρωμαίους στρατιώτες. Όπως λέει ο Λίβιος, το γεγονός αυτό εξόργισε τον Αιμίλιο Παύλο και για εκδίκηση διέταξε τη λεηλασία του Αιγινίου. Όμως η πόλη λεηλατήθηκε και δεύτερη φορά, εξαιτίας της βιαιοπραγίας των κατοίκων κατά της ρωμα’ι’κής φρουράς, που είχε εγκατασταθεί σαν δύναμη κατοχής.

Αυτή η λεηλασία και η σκληρή στρατιωτική παρουσία των Ρωμαίων, συνέβαλλαν στην σχεδόν εξαφάνιση του Αιγινίου μέχρι τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οπότε αρχίζει να αναπτύσσεται το και πάλι.

Το όνομα «Αιγίνιον» παύει να υπάρχει και να ακούγεται και όπως μαρτυρεί ένα έγγραφο του 16ου αιώνα, τη θέση του παίρνει το όνομα «Λιμπάνοβα». ‘Αλλοτε αναφέρεται σαν Λιμπάνοβο ή Λιμπάνοβη ή Λιμάνοβο. Επικρατέστερη όμως εκδοχή φαίνεται να είναι το «Λιμπάνοβα» και πιθανότερη προέλευση του, από τις τούρκικες λέξεις ‘λίμπα νόβα’ = καινούρια πεδιάδα, το οποίο δηλώνει και την προσχωματική δράση του Αλιάκμονα που δημιούργησε τον αιγινιώτικο κάμπο.

Παρά την έλλειψη γραπτών πηγών για το Αιγίνιο, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε πως ήταν ένας αξιόλογος και πλούσιος οικισμός. Αυτό συνεπάγεται από την ύπαρξη δύο εκκλησιών (Παναγίας και Αγίου Αθανασίου) με πλούσιες αγιογραφίες, που μας δίνουν την εικόνα μιας οργανωμένης κοινότητας. Δυστυχώς όμως, κατά τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εξαιτίας της θέσης του επάνω στην αρχαία οδό, δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τους βαρβάρους που κατέβαιναν προς το νότο και δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί περισσότερο.

Το 1393 γεύεται για πρώτη φορά την τούρκικη αγριότητα, που διήρκησε μέχρι το 1402, οπότε και απελευθερώνεται προσωρινά από τον αυτοκράτορα Μανουήλ τον Β’. Το 1430 όμως παραχωρείται από τον Σουλτάνο στους Τούρκους αξιωματούχους και η ζωή των κατοίκων γίνεται αφόρητη, χωρίς καμία πρόοδο. Οι χωρικοί υποφέρουν από τη φτώχεια, τις αρρώστιες και την οικονομική τους αφαίμαξη. Κύριο μέλημά τους είναι η διαφύλαξη της ζωής τους και της μικρής περιουσίας τους.

Στην επανάσταση του 1821 επαναστατούν και οι κάτοικοι του Λιμπάνοβου και συμμετέχουν στα επαναστατικά σώματα του Διαμαντή Νικολάου και του Κασομούλη, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα, , τόσο λόγω της κακής οργάνωσης του αγώνα, όσο και εξαιτίας της μη οχυρής θέσης του χωριού, το οποίο καταστρέφεται από τη μανία των Τούρκων και γίνεται τόπος συγκέντρωσης τούρκικων στρατιωτικών δυνάμεων.

Αργότερα, το 1878, που έγινε η επανάσταση της Χαλκιδικής και του Ολύμπου, οι κάτοικοι του Λιμπάνοβου συμμετέχουν ενεργά στο πλευρό του Γιάννου Παπαργυρίου και του μουχτάρη (κοινοτάρχη) του χωριού, οι οποίοι είχαν μυηθεί από τον επαναστάτη Επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση. Το επαναστατικό όμως κίνημα, γνωρίζει για ακόμη μία φορά την αποτυχία και είτε οδηγεί τους κατοίκους να καταφύγουν στα βουνά, είτε διώχνονται από τους κατακτητές.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγών, και πάλι το χωριό συμμετέχει ενεργά, οργανώνοντας Εθνική Επιτροπή – όπως άλλωστε σ’όλα τα χωριά της Πιερίας – με σκοπό να οργανώσει τους κατοίκους για να συνεισφέρουν στον Αγώνα, με κάθε δυνατό τρόπο. Έτσι το χωριό έδινε οδηγούς, οι οποίοι έπαιρναν τους αγωνιστές από τις εκβολές του Αλιάκμονα (όπου τους έβγαζαν με βάρκες τα ελληνικά καράβια), και τους οδηγούσαν στα βουνά και τους βάλτους. Ένα άλλο σκέλος του αγώνα ήταν η οργάνωση της μεταφοράς όπλων και εφοδίων προς τους αγωνιστές Μακεδονομάχους, καθώς και η μεταφορά και περίθαλψη τραυματιών.

Η πολυπόθητη απελευθέρωση, ήρθε στις 17 Οκτωβρίου του 1912 από την 7η Μεραρχία, η οποία έφτασε αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κατερίνης, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση από τους Τούρκους.

Πολλοί Τούρκοι έφυγαν φοβισμένοι πριν ακόμα την άφιξη του Ελληνικού Στρατού, οι περισσότεροι όμως έμειναν και μετά την απελευθέρωση. Εντέλει, οι τελευταίοι Τούρκοι, έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922.

Από το 1912-1914, άρχισαν να φτάνουν στο Λιμπάνοβο οι πρώτοι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, από την περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών. Από αυτούς, ελάχιστοι έμειναν στο χωριό, αφού μέχρι το 1918 η πλειονότητα ξαναγύρισε στην πατρίδα τους. Κατά την ανταλλαγή όμως του πληθυσμού του 1922, ξαναγύρισαν πίσω κατατρεγμένοι, σε τραγική κατάσταση, και σε πολλές περιπτώσεις με διαλυμένες οικογένειες.

Τον πληθυσμό του σημερινού Αιγινίου συμπληρώνουν το 1925 οι πρόσφυγες από το Ακ-Μπουνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας και το 1926 οι Καβακλιώτες από το ομώνυμο κεφαλοχώρι της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι Θρακιώτες εγκαταστάθηκαν μέσα στον οικισμό των ντόπιων, Οι Ακμπουναριώτες στα βόρεια του οικισμού στην περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού και οι Καβακλιώτες στα νότια του χωριού, δίπλα από τους ντόπιους.

Στον αγώνα των προσφύγων, σημαντική ήταν η βοήθεια της Επιτροπής Εποικισμού, παρέχοντάς τους σπίτια ή υλικά για το χτίσιμο των σπιτιών τους, καθώς και χαμηλότοκα δάνεια για την αγορά γεωργικών ειδών στους αγρότες.

Η άφιξη τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων, προκάλεσε όπως ήταν φυσικό, ανθρωπιστικό σοκ, το οποίο όμως ξεπεράστηκε γρήγορα και το χωριό κατάφερε να αναπτυχθεί ταχύτατα. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της πληθυσμιακής έκρηξης αποτελεί η απογραφεί των προσφύγων που το 1923 υπήρχαν 182, ενώ το 1928 έφτασαν τους 1810. Η μετονομασία του χωριού από Λιμπάνοβο σε Αιγίνιο, έγινε το 1926 με βάση την εισήγηση της επιτροπής μετονομασιών.

Σήμερα το Αιγίνιο είναι μία κωμόπολη με 4.500 κατοίκους και αποτελεί περιφερειακό διοικητικό κέντρο με δημόσιες υπηρεσίες, Οργανισμούς, αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους αλλά και σχολεία όλων των βαθμίδων. Κύριο επάγγελμα των κατοίκων είναι η γεωργία, ενώ σημαντικό έσοδο για τα ταμεία του δήμου αποτελεί η εμποροπανήγυρη, την οποία επισκέπτεται κάθε χρόνο πλήθος κόσμου.